Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Πατερική Θεολογία - π. Ι. Ρωμανίδου. ΤΟΜΟΣ 6ος

51. ΠΕΡΊ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΊΑΣ
52. ΣΤΟΧΑΣΜΌΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΌΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΊΑ
53. ΔΥΤΙΚΉ ΘΕΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΜΟΝΤΈΡΝΑ ΕΠΙΣΤΉΜΗ
54. ΠΟΙΑ ΕΊΝΑΙ Η ΔΙΑΦΟΡΆ ΜΕΤΑΞΎ ΟΡΘΟΔΌΞΩΝ ΚΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΏΝ
55. ΠΟΙΟΣ ΕΊΝΑΙ Ο ΑΛΗΘΙΝΌΣ ΘΕΟΛΌΓΟΣ
56. ΠΕΡΊ ΠΡΟΣΕΥΧΉΣ
57. Η ΣΗΜΕΡΙΝΉ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΉ ΚΑΤΆΣΤΑΣΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΆΔΑ
58. ΠΕΡΊ ΤΩΝ ΣΥΝΌΔΩΝ
59. Η ΟΡΘΟΔΟΞΊΑ ΩΣ ΕΠΊΣΗΜΗ ΘΡΗΣΚΕΊΑ ΤΟΥ ΡΩΜΑΪΚΟΎ ΚΡΆΤΟΥΣ
60. ΠΕΡΊ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΉΣ ΜΟΥΣΙΚΉΣ




51. Περί της θεολογίας

 

 

Οι Πατέρες, όταν ομιλούν περί Θεού, αρχίζουν από την Αγία Γραφή καθώς και από το τι είπαν οι προηγούμενοι από αυτούς Πατέρες της Εκκλησίας. Μετά, μέχρις ότου αποκτήσουν την εμπειρία του φωτισμού, δεν θεολογούν οι ίδιοι. Διότι, πριν φθάσουν στον φωτισμό, είναι απλώς μαθηταί. Μαθητεύουν δηλαδή κοντά σε πνευματικούς πατέρες, οι οποίοι τους προετοιμάζουν για τον φωτισμό. Τους δίνουν δηλαδή να διαβάσουν Παλαιά και Καινή Διαθήκη, κάθονται μαζί τους και κάνουν ερμηνεία της Αγίας Γραφής για να κατατοπισθούν ιστορικά επάνω στην Ορθόδοξη Πατερική Παράδοσι, τους δίνουν να ασχοληθούν με την νοερά προσευχή, κάνουν νηστεία κλπ. Και γενικά τους ασκούν, ώστε να συντελεσθή η κάθαρσις του νου και να φύγουν όλες οι σκέψεις, καλές και κακές, από τον νου. Έτσι, έχοντες καθαρό νου, να μπορέσουν οι μαθηταί αυτοί να δεχθούν την επίσκεψι του Αγίου Πνεύματος.

 

Όταν έλθη το Άγιον Πνεύμα και αρχίση να προσεύχεται μέσα τους, μόνον τότε αρχίζουν να θεολογούν.

Μέσα από μία τέτοια πορεία και διαδικασία συντελείται η θεραπεία του ανθρώπου. Στην πράξι, αυτή επιτυγχάνεται με συνεχή, έντονο και μακροχρόνιο αγώνα. Κατ’ αυτόν τον αγώνα η Χάρις έρχεται και φεύγει επανειλημμένα, μέχρις ότου καθαρίση τον αγωνιστή από τα πάθη του και τον καταστήση δόκιμο κατά των παθών.

 

 Σε όλο αυτόν τον αγώνα δεν βοηθάει καθόλου, μα καθόλου η φιλοσοφία. Διότι αυτό που τελικά καθαρίζεται και φωτίζεται δεν είναι η λογική, η διάνοια του ανθρώπου αλλά ο νους του ανθρώπου. Η διάνοια του ανθρώπου καθαρίζεται γρήγορα, στο αρχικό στάδιο του αγώνα. Ο νους, η καρδιά του ανθρώπου χρειάζεται πολύ περισσότερο καιρό για να καθαρισθή, εφ’ όσον, εννοείται, τηρούνται οι ασκητικές προϋποθέσεις.

Όπως έχομε ήδη πη, η διάνοια του ανθρώπου είναι ένα πράγμα, και ο νους του ανθρώπου είναι άλλο πράγμα. Στις ανθρώπινες επιστήμες, εκείνο που φωτίζεται από την επιστημονική γνώσι, είναι η διάνοια του ανθρώπου, η λογική του ανθρώπου. Ο πραγματικός θεολόγος όμως φωτίζεται διπλά. Σ’ αυτόν πρέπει να φωτισθή και η λογική, δια της Κατηχήσεως, κυρίως όμως φωτίζεται ο νους, δηλαδή η καρδιά του, η πνευματική καρδιά.

Στην Δυτική Θεολογία όμως, επειδή οι θεολόγοι τους ταύτισαν την φώτισι του Αγίου Πνεύματος με την εναρμόνισι της λογικής σύμφωνα με τα αρχέτυπα του Πλάτωνος, τα οποία κατ’ αυτούς είναι μέσα στον Θεό, συνέβη ώστε η φώτισι - κατά τον Αυγουστίνο - να ταυτίζεται με το να γνωρίση ο άνθρωπος τα αρχέτυπα αυτά, αν όχι απ’ ευθείας, τουλάχιστον μέσω των κτισμάτων. Συγκεκριμένα μέσω της μελέτης της Αγίας Γραφής, του στοχασμού επάνω στην Αγία Γραφή και της φιλοσοφίας. Έτσι, λένε, γνωρίζοντας ο άνθρωπος τα αρχέτυπα, αυτόματα γνωρίζει τους νόμους της αληθείας, της ηθικής συμπεριφοράς κλπ.

 

Εξ επόψεως Δυτικής θεολογικής παραδόσεως έχει μεγάλη σημασία η οντολογία, διότι η οντολογία είναι το θεμέλιο των θεολογικών διακρίσεων που διατυπώνονται στην Δυτική Θεολογία. Και τούτο, επειδή απεκόπησαν οι Δυτικοί από την εμπειρία του φωτισμού και της θεώσεως της Πατερικής παραδόσεως. Οπότε, αντί να θεολογούν βάσει της εμπειρίας του φωτισμού και της θεώσεως, οι μεν Προτεστάντες πιστεύουν ότι η μόνη πηγή αληθείας είναι η Αγία Γραφή, οι δε Παπικοί πιστεύουν ότι είναι η Αγία Γραφή, τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας και η προφορική Παράδοσις της Εκκλησίας και αμφότεροι κάθονται απλώς και διαβάζουν τα βιβλία αυτά, πιστεύοντας ότι την ώρα που τα διαβάζουν υπάρχει το Άγιο Πνεύμα μέσα τους, το οποίο τους φωτίζει να κατανοούν ορθά εκείνα που διαβάζουν. Μάλιστα οι Προτεστάντες, επειδή πιστεύουν ότι το χάρισμα της ερμηνείας των Γραφών εδόθη σε ολόκληρη την Εκκλησία, την ανάγνωσι της Αγίας Γραφής την κάνει όλος ο σύλλογος, δηλαδή όλα τα μέλη μιας Προτεσταντικής Ομολογίας, άσχετα αν κάποιος είναι παπάς ή δεν είναι παπάς.

 

Στην Παπική Εκκλησία όμως πιστεύουν ότι το Άγιο Πνεύμα εδόθη κυρίως στην Ιεραρχία. Γι’ αυτό και κατά τις χειροτονίες οι επίσκοποι τους λένε στον χειροτονούμενο: «Λάβε Πνεύμα Άγιον»! Θέλουν να δείξουν δηλαδή οι χειροτονούντες ότι είναι διάδοχοι των Αποστόλων. Όπως είπε ο Χριστός στους Αποστόλους «Λάβετε Πνεύμα Άγιον», έτσι και αυτοί υποτίθεται ότι έχουν και δίνουν Πνεύμα Άγιον. Και δίδεται Πνεύμα Άγιον στους επισκόπους τους, για να μπορούν αυτοί μαζί με τον Πάπα της Ρώμης, που έχει και αυτός το Πνεύμα το Άγιον, να αποφαίνωνται σωστά περί των θεμάτων που τους απασχολούν…

 

Στην Ορθόδοξη Παράδοσι όμως έχομε τους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους Αγίους, οι οποίοι δεν είναι απλώς αυθεντίες αφ’ εαυτού των, αλλά είναι αυθεντίες εξ αιτίας της εμπειρίας της θεώσεως και μόνον. Οπότε και ο καθένας, ο οποίος φθάνει στην εμπειρία της θεώσεως, γίνεται και αυτός αυθεντία, επειδή μετέχει στην αυθεντία εκείνων. Αυτός δεν λέγει τίποτε διαφορετικό απ’ ότι είπαν εκείνοι, διότι απέκτησε κοινή εμπειρία με εκείνους. Όσοι έχουν την ίδια εμπειρία, λένε τα ίδια πράγματα.

 

 Ο ορισμός της Μεταφυσικής ή της Οντολογίας είναι ότι είναι μία επιστήμη, η οποία ασχολείται με εκείνο που δεν αλλάζει, με εκείνο που παραμένει αναλλοίωτο, με το «όντως ον» ή ακόμη και με εκείνο το οποίο παραμένει αναλλοίωτο για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, το οποίο όμως δεν μπορεί να ελεγχθή. Συμβαίνει όμως σήμερα οι θετικές επιστήμες να έχουν αποδείξει ότι στον κτιστό κόσμο τα πάντα είναι σχετικά, τα πάντα αλλάζουν. Γι’ αυτό σήμερα έχει πλήρως εγκαταλειφθή η άποψις ότι υπάρχει κάτι το «οντολογικόν», εξ επόψεως του παραμένοντος, του αμεταβλήτου. Από την Αστρονομία κυρίως ξέρομε ότι εδώ και περίπου 15 δισεκατομμύρια χρόνια, όσο είναι η ηλικία του σύμπαντος, ο κόσμος συνεχώς αλλάζει και μαζί του όλα τα κτίσματα.

 

Στην Ορθοδοξία όμως, όταν μιλάμε για τον Θεό, λέμε ότι ο Θεός «πάντοτε υπήρχε και πάντοτε θα υπάρχη». Αυτό όμως τι σημαίνει; Μας αποκαλύπτει αυτό, τι είναι ο Θεός ή τι δεν είναι ο Θεός; Μας αποκαλύπτει το είναι του Θεού; Όχι, βέβαια, διότι είναι κάτι το αποφατικό. Σημαίνει δηλαδή η παραπάνω έκφρασις ότι ο Θεός δεν είναι σαν αυτά τα πράγματα του κτιστού κόσμου που μεταβάλλονται και τα οποία κάποτε δημιουργήθηκαν, υπάρχουν για ένα διάστημα και μετά σταματούν να υπάρχουν. Ο Θεός πάντα υπήρχε και πριν υπάρξη αυτός ο κόσμος και θα υπάρχη και μετά το τέλος αυτού του κόσμου, αναλλοίωτος. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός είναι αΐδιος και αθάνατος κατά φύσιν. Αυτή όμως η έκφρασις μας λέγει τι δεν είναι ο Θεός. Όχι το τι είναι .

 

Η Μεταφυσική όμως επιστήμη είναι - σύμφωνα με τους οπαδούς της - η επιστήμη του όντος. Όχι του μη όντος. Εξετάζει  δηλαδή αυτό που υπάρχει, αυτό που είναι . Όχι εκείνο που δεν είναι, που δεν υπάρχει. Οι Πατέρες, όταν ομιλούν για τον Θεό, λένε ότι ο Θεός είναι άγνωστος κατά την ουσία Του. Δεν γνωρίζομε το «είναι» του Θεού, το τι είναι ο Θεός, το όντως ον. Λένε μάλιστα ότι ούτε μπορούμε ποτέ να γνωρίσωμε τον Θεόν κατά την ουσία Του. Ξέρομε μόνον ότι υπάρχει. Πως το ξέρομε αυτό; Επειδή μας έχει αποκαλύψει την δόξα Του, την ενέργειά Του, το Φως Του. Και, όταν βλέπη κανείς το Φως του Θεού, δεν καταλαβαίνει, δεν γνωρίζει, δεν μπορεί να γνωρίση το «τι είναι ο Θεός». Γι’ αυτό λέμε ότι ο Θεός είναι Μυστήριο.

 

 

 

 

 

52. Στοχασμός στην Ορθόδοξη Θεολογία

 

 

 Στην Ορθόδοξο θεολογία όμως υπάρχει και στοχασμός, όπως ακριβώς υπάρχει στοχασμός και στις θετικές επιστήμες. Στις θετικές επιστήμες ο κάθε ερευνητής, για να προχωρήση στην έρευνά του, προβάλλει συνεχώς υποθέσεις και δεν τολμάει να υιοθετήση τις υποθέσεις αυτές και να τις μεταβάλη σε αξιώματα, πριν ελεγχθή η ορθότητά τους από την εμπειρία, δηλαδή την εμπειρική γνώσι με βάση τις επιστημονικές μεθόδους. Στις θετικές επιστήμες δεν θα μπορούσε να υπάρξη πρόοδος, αν δεν υπήρχε ο στοχασμός επάνω στις κτηθείσες γνώσεις. Με βάσι αυτόν τον στοχασμό οι επιστήμονες δημιουργούν θεωρίες και προβάλλουν υποθέσεις, τις οποίες εν συνεχεία ελέγχουν με την παρατήρησι και το πείραμα αν είναι ορθές.

Ο στοχασμός όμως, που υπάρχει στην Ορθόδοξο Θεολογία, συνεχώς λιγοστεύει όσο κανείς προχωρεί στην θεογνωσία, διότι ο στοχασμός αυτός ελέγχεται και περιορίζεται συνεχώς υπό το φως της αποκαλύψεως της δόξης του Θεού. Οι στοχασμοί και οι υποθέσεις αντικαθίστανται από την γνώσι. Προχωρώντας κανείς από την κάθαρσι στον φωτισμό, ο στοχασμός μειώνεται. Πλήρης κατάργησις του στοχασμού συμβαίνει όταν ο άνθρωπος φθάση στην θέωσι όταν δηλαδή αντικρύση την ίδια την Αλήθεια, η οποία του αποκαλύπτεται και η οποία είναι ο ίδιος ο Θεός.

 

 Η Παράδοσις της Εκκλησίας παραμένει αναλλοίωτη δια μέσου των αιώνων, όσον αφορά στην αποκάλυψι του Θεού στον άνθρωπο. Και τούτο, διότι η αποκάλυψις του Θεού στον άνθρωπο είναι η ίδια δια μέσου των αιώνων. Ήτο και είναι πάντα η ίδια, σε όλους τους θεούμενους από την εποχή του Αδάμ μέχρι τώρα. Όλοι οι θεούμενοι (Προφήτες, Απόστολοι, Άγιοι), δέχονται την ίδια εμπειρία εν Αγίω Πνεύματι κατά την θέωσι, όταν δηλαδή τους αποκαλύπτεται ο Χριστός. Η μόνη διαφορά σε αυτήν την εμπειρία είναι ότι στην Παλαιά Διαθήκη ο Χριστός αποκαλύπτεται άσαρκος, ως ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος, ενώ στην Καινή Διαθήκη, όπου μεσολαβεί η Ενσάρκωσις του Λόγου στο πρόσωπο του Χριστού, ο Χριστός αποκαλύπτεται με την δεδοξασμένη Του ανθρωπίνη φύσι, κατά ανάλογο τρόπο με εκείνον που αποκαλύφθηκε στο όρος Θαβώρ στους τρεις Αποστόλους.

 

Αυτά σημαίνουν ότι στην Ορθόδοξη Θεολογία η γνώσις περί του Θεού απλώς επιβεβαιώνεται επανα-αποκαλυπτομένη στους θεουμένους της κάθε εποχής. Η γνώσις αυτή, η αποκάλυψις του Θεού στον άνθρωπο, είναι πάντα της αυτής φύσεως, έχει όμως διαβαθμίσεις, δηλαδή διαφορετικό βαθμό πληρότητος στον κάθε θεούμενο. Όταν ο Θεός αποκαλύπτεται σε έναν άνθρωπο, αποκαλύπτεται στο μέτρο που ο Θεός θέλει και που ο συγκεκριμένος άνθρωπος μπορεί να δεχθή, να χωρέση, την αποκάλυψι του Θεού. Ο μέγιστος βαθμός αποκαλύψεως του Θεού στον άνθρωπο είναι εκείνος της Πεντηκοστής. Τότε το Πνεύμα το Άγιον ωδήγησε τους Αποστόλους «εις πάσαν την αλήθειαν».

 

 

 

 

 

 

53. Δυτική Θεολογία και μοντέρνα επιστήμη

 

 

Στον Μεσαίωνα οι Ευρωπαίοι είχαν μία γεωκεντρική αντίληψι περί του σύμπαντος. Πίστευαν δηλαδή ότι η γη είναι το κέντρον του σύμπαντος και ότι τα άστρα περιστρέφονται γύρω από την γη. Έρχονται κατόπιν οι πρώτοι αστρονόμοι της μοντέρνας εποχής, συγκεκριμένα ο Γαλιλαίος και αποδεικνύει ότι δεν περιστρέφεται ο ήλιος γύρω από την γη, αλλά η γη γύρω από τον ήλιο. Αυτό το συμπέρασμα το έβγαλε από παρατηρήσεις που έκανε με το τηλεσκόπιο του. Απέδειξε δηλαδή εκείνο που υπεστήριζε με την παρατήρηση. Δεν το απέδειξε με φιλοσοφικά επιχειρήματα.

 

Οι τότε εκκλησιαστικές αρχές δεν επείσθησαν (παρ’ ό,τι ο ίδιος παρωτρύνε και αυτούς τους επισκόπους να κοιτάξουν μέσα από το τηλεσκόπιό του και τους εξηγούσε τι έβλεπαν) και κόντεψε να καή επάνω στην πυρά ως αιρετικός από την Ιερά Εξέτασι! Αναγκάσθηκε να δηλώση μετάνοια (!) για να αποφύγει τον θάνατο.

 

 Έκτοτε δημιουργήθηκε η υποψία ότι τα γνωστά περί του φυσικού κόσμου δεν ήσαν όπως τα περιέγραφαν οι θεολόγοι (οι οποίοι τότε στην Δύσι, ήταν οι γραμματισμένοι, οι σπουδασμένοι της κοινωνίας και οι διανοούμενοι της εποχής), αλλά αλλοιώς ήταν ο κόσμος και αλλοιώς περιεγράφετο μέχρι τότε.

 

Στον Μεσαίωνα ο Αριστοτέλης απέκτησε τόσο μεγάλο κύρος, ώστε η αυθεντία του ήταν ισάξια εκείνης της Αγίας Γραφής99. Τότε η Αγία Γραφή ερμηνευόταν υποχρεωτικά βάσει των αντιλήψεων του Αριστοτέλους. Όποιος διαφωνούσε με τον Αριστοτέλη, όπως τον ερμήνευαν οι Φράγκοι, κινδύνευε να χάση την ζωή του!

 

Για τον λόγο αυτό μεταξύ των θετικών επιστημόνων της Δύσεως υπάρχει μία υποσυνείδητη εμπάθεια προς το πρόσωπο του Αριστοτέλους, όχι διότι ο ίδιος δεν ήταν σπουδαίος φιλόσοφος και ερευνητής περί των φυσικών πραγμάτων, αλλά επειδή ο Φραγκικός Μεσαίωνας βασίσθηκε τόσο πολύ στον Αριστοτέλη. Ένας λόγος που σήμερα έχομε αυτήν την σπουδαία εξέλιξι στις θετικές επιστήμες στην Δύσι είναι ότι οι θετικοί επιστήμονες για μεγάλο χρονικό διάστημα, ήσκησαν αυστηρή κριτική στο λογικό σύστημα του Αριστοτέλους για να φθάσουν εκεί που έφθασαν. Σκοπός τους βέβαια ήταν να ρίξουν την αυθεντία της Εκκλησίας επάνω στα θέματα των θετικών επιστημών.

 

Αυτό βέβαια δημιούργησε προβλήματα στην Δυτική Παράδοσι όχι μόνο για τους Παπικούς, αλλά και για τους Προτεστάντες, οι οποίοι τώρα μας κάνουν και τους μοντέρνους οι περισσότεροι και ξεχνούν ότι και οι ίδιοι οι Μεταρρυθμισταί (Λούθηρος κλπ.), ήσαν επίσης αφοσιωμένοι στην παλαιά αντίληψι περί του κόσμου.

 

Αυτή η παλαιά αντίληψις περί του κόσμου φαίνεται σαφώς και στις αντιλήψεις των Δυτικών του Μεσαίωνα γύρω από τα θέματα Παραδείσου - Κολάσεως ως και της σχέσεως της γης με τον Παράδεισο και την Κόλασι. Και εδώ έχομε τα ποιήματα του Dante (Δάντη) ο οποίος, στην πραγματικότητα ήταν ένας δεισιδαίμων και στενοκέφαλος, ο οποίος δεν είχε ιδέα περί Πατερικής Παραδόσεως, όπως την γνωρίζομε εμείς. Από Ορθοδόξου πλευράς ήταν απλώς ένας σκοταδιστής, και δη του Μεσαίωνος. Ο Dante ήταν ο πατέρας της Αναγεννήσεως στην Δύσι και ήταν ένα παιδί αφοσιωμένο στην θεολογική και θρησκευτική παράδοσι των Φράγκων και τίποτε άλλο.

 

Το ίδιο ισχύει και για τον Boccacio (Βοκκάκιο) και για τον Petrarch (Πετράρχη), οι οποίοι θεωρούνται και αυτοί συμπατέρες της Ευρωπαϊκής Αναγεννήσεως. Η Ευρωπαϊκή Αναγέννησις (Renaissance) και ο λεγόμενος Ανθρωπισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία επιστροφή στις αρχαίες Ελληνικές κλασσικές σπουδές. Είναι δηλαδή μία επιστροφή στην Κλασσική εποχή και μία αναγέννησις της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας γενικώτερα, αλλά και της φιλοσοφίας. Αυτήν την αναγέννησι της αρχαίας Ελληνικής κλασσικής φιλοσοφίας δεν την προκάλεσε ο ίδιος ο Dante, διότι αυτή είχε αρχίσει τουλάχιστον δύο αιώνες πριν. Ο Dante είναι αποδεδειγμένο ότι ήταν οπαδός του Θωμά του Ακινάτου, το δε έργο του με τίτλο Θεία Κωμωδία (Divina Commedia) είναι μία ποιητική απόδοσις της θεολογίας του Θωμά του Ακινάτου. Όμως άρχισε να αποδεικνύεται ότι η ερμηνεία του Θωμά Ακινάτου επάνω στον Αριστοτέλη δεν ήταν σωστή, ότι δηλαδή ήταν μία παρερμηνεία.

 

Συνέβη όμως μετά την εξέλιξι των θετικών επιστημών στην Δύσι, κυρίως όμως με τις επαναστατικές μελέτες που αρχίζουν με την Αστρονομία, με το αστρονομικό σύστημα που αρχίζει να καθιερώνεται από τον Γαλιλαίο και εντεύθεν, να κλονίζεται σοβαρά η αυθεντία του Αριστοτέλους100. Έτσι φθάνουμε σήμερα στο σημείο να μην υπάρχη, νομίζω, σοβαρός άνθρωπος - εκτός βέβαια από κάποιους που ζουν στην Ελλάδα! - που να είναι οπαδός του Αριστοτέλη ή του Πλάτωνα. Δεν υπάρχουν πλέον οπαδοί τους. Υπάρχουν βέβαια μελετητές που μελετούν οποιονδήποτε διανοούμενο της ιστορίας.

 

Αυτή όμως η διάκρισις μεταξύ φιλοσόφου και ιστορικού της φιλοσοφίας δεν είναι αντιληπτή εδώ στην Ελλάδα, διότι εκείνο που παρετήρησα από τότε που ήλθα εδώ101, είναι ότι οι Νεοέλληνες μελετούν με μεγάλη αγάπη μόνο ανθρώπους του παρελθόντος, με τους οποίους συμφωνούν. Δηλαδή έχομε εδώ το καλός και το κακός. Αν κάποιος είναι καλός, μας αρέσει και όλα όσα λέγει είναι σωστά! Ενώ, αν είναι κακός, όλα όσα λέγει δεν είναι σωστά! Δηλαδή ή μαύρο θα είναι ή άσπρο. Γίνεται δηλαδή μία απλοποίησις, μία διαστροφή της ιστορικής πραγματικότητος.

 

Οπότε, αν πούμε ότι ο Πλάτων είναι σπουδαίος, αυτό σημαίνει ότι οφείλουμε να δεχώμεθα ό,τι ο Πλάτων διδάσκει. Διότι, αν ο Πλάτων είναι σπουδαίος, πρέπει να διδάσκη την αλήθεια! Αν κάποιος δεν διδάσκει την αλήθεια, τότε είναι ένας άχρηστος. Έτσι, αν ο Πλάτων δεν διδάσκει την αλήθεια, τότε είναι ένας άχρηστος! Έτσι όμως γίνεται μία σύγχυσις.

 

Αυτό τώρα σε συνδυασμό με τον Νεοελληνικό πατριωτισμό σημαίνει ότι όλοι οι αρχαίοι Έλληνες ήσαν σπουδαίοι. Και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης ήσαν σπουδαίοι. Έτσι, και μόνο γι’ αυτόν τον λόγο, πρέπει και σήμερα να υπάρχουν οπαδοί του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη! Δεν ξέρω βέβαια αν εδώ στην Ελλάδα υπάρχει σήμερα κανένας οπαδός του Πλάτωνα, μεταξύ όμως των θρησκευομένων ή εξ επόψεως της κουλτούρας των θρησκευομένων υπήρχε μία αδυναμία για τον Πλάτωνα. Αλλά βλέπομε ότι μεταξύ των θεολογικώς φιλοσοφούντων στους θεολογικούς κύκλους της Ελλάδος υπάρχει μία τάσις να ρέπουν προς τον Αριστοτέλη. Τα τελευταία χρόνια όμως εμφανίζονται μερικοί, οι οποίοι μάλλον αρέσκονται στον Υπαρξισμό.

 

Για να αποδείξουμε λοιπόν ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι μοντέρνοι, λέμε ότι οι Πατέρες είναι Πλατωνικοί, εάν η μόδα είναι ο Πλάτων. Αν όμως η μόδα απαιτή, για να είναι κανείς μοντέρνος, να είναι Αριστοτελικός, τότε ξεθάβουν τις Πατερικές αναφορές στον Αριστοτέλη για να δείξουν ότι ένας π.χ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός έχει ασχοληθή με τον Αριστοτέλη και κάνει ερμηνείες σχετικές· έτσι δημιουργούν και ένα Πατέρα Αριστοτελικό, ώστε έτσι να διασώζεται η υπόληψις της Πατερική Παραδόσεως…

 

Όσοι όμως σπούδασαν στην Ευρώπη ή στην Αμερική, είδαν ότι δεν έχει και πολλή πέρασι ούτε ο Πλάτων ούτε ο Αριστοτέλης και ότι στον μεν Αγγλοσαξονικό κόσμο επικρατεί ο λογικό θετικισμός, ενώ στην Ευρώπη και κυρίως στην Γαλλία επικρατεί ο υπαρξισμός. Οι υπαρξιστές διαιρούνται στους άθεους υπαρξιστές και στους θρησκευομένους υπαρξιστές.

 

Οπότε αυτοί, για να στηρίξουν την Ορθοδοξία να μη πέση κάτω, διαβάζουν τους θρησκευομένους υπαρξιστές! Βέβαια δεν ξέρω αν τους καταλαβαίνουν, πάντως τουλάχιστον τους μιμούνται. Έρχονται λοιπόν στην Ελλάδα και γράφουν βιβλία περί υπαρξισμού για να εισαγάγουν τα Ελληνικά νειάτα στα νάματα του υπαρξισμού, ώστε να γίνουμε και εμείς μοντέρνοι. Έτσι όλο και περισσότερο μοντέρνοι γινόμαστε και πιθηκίζουμε και αληθινά μοντέρνοι ποτέ δεν γινόμαστε.

 

 

 

 

 

 

54. Ποια είναι η διαφορά μεταξύ Ορθοδόξων και αιρετικών

 

 

Εξ επόψεως τώρα της Παραδόσεως δεν είναι το ίδιο πράγμα η μοντέρνα Ορθοδοξία με την παραδοσιακή Ορθοδοξία. Υπάρχει βέβαια κάτι το κοινό, η Αγία Γραφή· αυτή όμως είναι μέρος της Παραδόσεως. Το πρόβλημα όμως είναι ποια είναι η ουσία της Παραδόσεως· ποιος είναι ο πυρήνας της Παραδόσεως. Αυτόν θα τον βρη κανείς, αν προσέγγιση το θέμα, όπως θα έκανε σε μία οποιαδήποτε θετική επιστήμη.

 

Στην Ορθόδοξη Παράδοσι έχομε εκτός της προφορικής Παραδόσεως και γραπτά κείμενα. Έχομε την Παλαιά Διαθήκη, έχομε την Καινή Διαθήκη, έχομε τις αποφάσεις και τα πρακτικά των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, έχομε τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας κλπ. Τέτοια όμως γραπτά κείμενα έχουν σε ποσότητα και οι Παπικοί και οι Προτεστάντες. Οπότε τίθεται το θέμα, ποια είναι η βασική διαφορά μεταξύ των Ορθοδόξων και των πιστών των άλλων Χριστιανικών δογμάτων. Γιατί οι μεν να είναι Ορθόδοξοι και οι άλλοι αιρετικοί; Ποια είναι η ουσιαστική διαφορά μεταξύ Ορθοδόξων και αιρετικών;

 

Νομίζω την βασική διαφορά μπορούμε να την κατανοήσωμε, αν πάρωμε για παράδειγμα την Ιατρική επιστήμη. Εκεί έχομε τους γιατρούς που ανήκουν στον Ιατρικό Σύλλογο. Αν δεν είναι κάποιος γιατρός μέλος του Ιατρικού Συλλόγου, δεν μπορεί να εξασκήση το επάγγελμα του γιατρού. Για να είναι ένας γιατρός νόμιμος, πρέπει όχι μόνο να είναι απόφοιτος μιας ανεγνωρισμένης Ιατρικής Σχολής, αλλά και μέλος του Ιατρικού Συλλόγου. Τα ίδια ισχύουν και για τους δικηγόρους. Στις επιστήμες αυτές υπάρχει μία συνεχής δοκιμασία· διότι, αν παρεκτραπή κάποιος, ως προς την ορθή εξάσκησι του επαγγέλματός του, τότε δικάζεται από το αρμόδιο όργανο του επαγγελματικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει και αποβάλλεται του επαγγελματικού Σώματος

 

Το ίδιο όμως συμβαίνει και στη Εκκλησία. Η αντίστοιχη διαδικασία μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας, η αποβολή δηλαδή ή η αποκοπή κάποιου μέλους Της, ονομάζεται αφορισμός· προκειμένου δε περί εκκλησιαστικού αξιώματος καθαίρεσις. Έτσι οι αιρετικοί αφορίζονται από το Σώμα της Εκκλησίας. Όπως στον ιατρικό χώρο σε έναν κομπογιαννίτη (ψευτογιατρό) δεν είναι δυνατόν να του επιτραπή να θεραπεύη, έτσι και στην Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να επιτραπή σε έναν αιρετικό να θεραπεύη τις ψυχές των ανθρώπων. Διότι, επειδή είναι αιρετικός, δεν γνωρίζει, δεν μπορεί να θεραπεύη.

 Οπότε, όπως δεν είναι δυνατόν να γίνη ποτέ ένωσις μεταξύ κάποιου Συλλόγου κομπογιαννιτών γιατρών και του Ιατρικού Συλλόγου, έτσι δεν είναι ποτέ δυνατόν να γίνη ένωσις μεταξύ των Ορθοδόξων και των αιρετικών. Ένας πραγματικός γιατρός δεν είναι εκείνος που απλώς διαβάζει πολλά ιατρικά βιβλία, αλλά εκείνος που έχει μεν αποφοιτήσει από την Ιατρική Σχολή ενός Πανεπιστημίου, συγχρόνως όμως έχει μαθητεύσει για ένα σημαντικό διάστημα κοντά σε έναν πεπειραμένο καθηγητή αποδεδειγμένης ικανότητας να θεραπεύη αρρώστους.

 

 

 

 

 

 

 

55. Ποιος είναι ο αληθινός θεολόγος

 

 

 Ποιος είναι, τώρα, ο αληθινός θεολόγος; Θεολόγος είναι μόνον εκείνος που διάβασε πολλά θεολογικά βιβλία και είναι ενημερωμένος επάνω στην σχετική βιβλιογραφία; Αυτός όμως μοιάζει με έναν μικροβιολόγο π.χ. που διάβασε μεν πολλά βιβλία επάνω στην επιστήμη του, αλλά δεν χρησιμοποίησε ποτέ ένα μικροσκόπιο ούτε έκανε εργαστηριακές αναλύσεις κλπ. Σε όλες τις θετικές επιστήμες, εκείνος που έχει ο λόγος του κύρος και είναι αυθεντία στην επιστήμη του, είναι πάντα εκείνος που έχει εμπειρία του αντικειμένου ή του φαινομένου στο οποίο αναφέρεται και το οποίο έχει μελετήσει, δηλαδή εκείνος που έχει την εμπειρία της παρατηρήσεως και κατανοεί τα φαινόμενα που παρατηρεί.

 

Στην Πατερική ορολογία αυτή η εμπειρία της παρατηρήσεως των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος λέγεται θεωρία. Το πρώτο σκαλοπάτι της θεωρίας είναι η εμπειρία της αυτενεργούσης προσευχής του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, η εμπειρία της ευχής. Με την ευχή, όταν είναι ενεργουμένη από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος, αρχίζει να θεμελιώνεται η ενδιάθετος πίστις στον άνθρωπο. Δια της εμπειρίας αυτής της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος ο Χριστιανός αρχίζει να θεωρή τον Θεόν, να γνωρίζη τον Θεόν. Ο Χριστιανός τώρα έχοντας την βοήθεια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, με οδηγούς την Παλαιά και Καινή Διαθήκη δηλαδή τους Προφήτες και τους Αποστόλους, καθώς και τους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι ερμηνεύουν εν Αγίω Πνεύματι την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, μπορεί να κάνη και ο ίδιος σωστή ερμηνεία της Αγίας Γραφής και να εμβαθύνη στα ρητά και στα νοήματα της Αγίας Γραφής και των κειμένων των Πατέρων της Εκκλησίας.

 

Σε ωρισμένες περιπτώσεις κατά διαστήματα μπορεί ο Χριστιανός αυτός να ανεβαίνη σε υψηλότερα στάδια θεωρίας π.χ. σε έλλαμψι ή, όταν θέλη ο Θεός, σε μέθεξι του ακτίστου Φωτός, δηλαδή σε θέωσι. Από Πατερικής απόψεως θεολόγος είναι εκείνος που έφθασε σε θέωσι. Διότι τότε γίνεται απλανής, οπότε μπορεί να θεολογή χωρίς φόβο να πέση σε πλάνη. Δηλαδή θεολόγοι κατά τους Πατέρες είναι μόνον οι θεόπτες. Η Εκκλησία τον τίτλο του κατ’ εξοχήν θεολόγου τον έδωσε σε πολύ λίγους Πατέρες, αν και πολλοί Άγιοι εθεολόγησαν. Οι θεολογούντες σε αντιδιαστολή με του θεολόγους είναι όσοι έφθασαν μόνο στην κατάστασι φωτισμού, της αδιαλείπτου δηλαδή καρδιακής ευχής, οι οποίοι όμως, επειδή έχουν φωτισθή από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος, μπορούν και θεολογούν επάνω στην εμπειρία των θεουμένων, χωρίς οι ίδιοι να παράγουν καινούργια Θεολογία. Βέβαια υπάρχουν και οι διανοητικά θεολογούντες, οι οποίοι θεολογούν, επειδή έχουν απλώς διαβάσει μερικά θεολογικά βιβλία, πράγμα όμως που απαγορεύεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας.

 

 

 

 

 

 

56. Περί προσευχής

 

 

Εάν παρευρεθήτε ποτέ σε συνάξεις Παπικών ή Προτεσταντών, επικρατεί η συνήθεια να κάνουν αυτοσχέδιες προσευχές. Αυτή η παράδοσις προέρχεται κυρίως από την Προτεσταντική επανάστασι, τότε που διάβαζαν πολύ προσεκτικά την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Διάβαζαν δηλαδή τότε στο Ευαγγέλιο ότι έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο. Έτσι ο άνθρωπος (κατ’ αυτούς) υποκινείται στο να προσεύχεται από το Άγιο Πνεύμα, το οποίο έρχεται μέσα του. Κατ’ αυτούς λοιπόν απόδειξις ότι κάποιος έχει επάνω του Άγιο Πνεύμα είναι το ότι ο άνθρωπος αυτός προσεύχεται. Διότι το Άγιο Πνεύμα που έχει μέσα του τον υποκινεί και τον εμπνέει να προσεύχεται. Επειδή λοιπόν στους Προτεστάντες κατά την εποχή της Μεταρρυθμίσεώς τους υπήρχε αυτή η ερμηνεία, διετηρήθη μέχρι σήμερα σ’ αυτούς. Πιστεύουν δηλαδή ότι ο άνθρωπος, όταν θέλη να προσευχηθή, έρχεται υποχρεωτικά το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο τον υποκινεί και τον εμπνέει να προσεύχεται σωστά.

Στην Ορθόδοξη Παράδοσι όμως επικρατεί κάτι άλλο. Οσάκις η Γραφή ομιλεί περί προσευχομένου Αγίου Πνεύματος μέσα στον άνθρωπο, όταν δηλαδή λέγη ότι το Άγιο Πνεύμα προσεύχεται μέσα στον Προφήτη ή μέσα στον Απόστολο, δεν ομιλεί περί λογικής προσευχής, αλλά περί νοεράς. Αυτή δηλαδή η λατρεία, δεν είναι λογική λατρεία, αλλά νοερά102.

 

Έτσι υπάρχει μεν η λογική λατρεία, που γίνεται με την λογική του ανθρώπου, την οποία προσφέρομε στον Θεό, όταν διαβάζωμε ή ψάλλωμε τις ακολουθίες της Εκκλησίας. Η Θεία Λειτουργία π.χ. είναι λογική λατρεία, όπως λογικές λατρείες είναι όλες οι τυπωμένες σε κείμενα ακολουθίες της Εκκλησίας. Η νοερά λατρεία όμως, που είναι ποιοτικά ανώτερης μορφής λατρεία, δεν είναι λατρεία που προσφέρεται στον Θεό από τον άνθρωπο με πρωτοβουλία του ανθρώπου. Και τούτο διότι σε κάποιο στάδιο της πνευματικής αναπτύξεως του ανθρώπου ήλθε το Πνεύμα το Άγιο στον άνθρωπο αυτόν, στην καρδιά του, και μετέφερε την λατρεία του Θεού από τον εγκέφαλο στον χώρο της καρδιάς. Οπότε στον άνθρωπο αυτόν γίνεται πλέον η λατρεία του Θεού νοερώς στον χώρο της καρδιάς. Τότε η διάνοια παρακολουθεί την νοερά προσευχή, αλλά δεν συμμετέχει με λογικά σχήματα. Απλώς αφουγκράζεται την προσευχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά. Αυτή είναι η ευχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου.

 

Όταν το Άγιο Πνεύμα προσεύχεται νοερά μέσα στον άνθρωπο, όπως είπαμε προηγουμένως, τότε εκείνος ο άνθρωπος την περίοδο εκείνη γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος και μάλιστα ο χώρος της καρδιάς του γίνεται το θυσιαστήριο αυτού του ναού. Και το αισθάνεται αυτό ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος τότε γίνεται ακροατής της ευχής του Αγίου Πνεύματος 103. Τότε η καρδιά του ανθρώπου γίνεται παπάς και ψάλτης και ο άνθρωπος εκείνος βιώνει της εσωτερική - μυστική ιερωσύνη. Τότε γίνεται μέλος του Βασιλείου Ιερατεύματος. Τότε γίνεται ενεργεία μέλος του Σώματος του Χριστού, δηλαδή της Εκκλησίας, διότι το ίδιο το Άγιο Πνεύμα τον εισήγαγε στο μυστικό Σώμα του Χριστού, στην όντως Εκκλησία. Το Χρίσμα, το οποίο εδέχετο ο Χριστιανός στην αρχαία Εκκλησία, ήταν ακριβώς η επιβεβαίωσις, η σφραγίδα ότι ο Χριστιανός εκείνος είχε γίνει μέλος του Σώματος του Χριστού.

 

 Όταν ο άνθρωπος, στον οποίο ενεργείται η προσευχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά, θελήση να προσευχηθή λογικά104, μπορεί να το κάνη αυτό και να προσεύχεται με άλλους στίχους από εκείνους που ακούει μυστικά μέσα στην καρδιά του . Μπορεί όμως επίσης να αφεθή και να επαναλαμβάνη ή να απαγγέλλη εκείνα που ακούει να λέγονται μέσα στην καρδιά του .

 

Στην Ορθόδοξη Παράδοσι όμως ένας ο οποίος δεν βρίσκεται σε αυτήν την πνευματική κατάστασι της νοερής προσευχής, δεν κάνει αυτοσχέδιες προσευχές, αλλά προσεύχεται λογικά χρησιμοποιώντας τις προσευχές των ακολουθιών της Εκκλησίας. Διότι η αυτοσχέδια προσευχή πνευματικά είναι πάρα πολύ επικίνδυνη για όσους δεν έχουν τις ανάλογες πνευματικές προϋποθέσεις105. Εκείνος που ξέρει πως να προσεύχεται σωστά είναι ο Παράκλητος, δηλαδή το Πνεύμα το Άγιο, ο Οποίος διδάσκει τον άνθρωπο πως να προσεύχεται σωστά, καθώς επίσης και ο άνθρωπος που έχει διδαχθή από το Άγιο Πνεύμα πως να προσεύχεται σωστά.

 

Αυτή η κατάστασις για την οποία ομιλεί ο Χριστός, όταν λέγη ότι θα έλθη το Πνεύμα το Άγιον να κατοικήση μέσα σας και μαζί με το Πνεύμα το Άγιο θα έλθω και εγώ μαζί με τον Πατέρα μου και θα κατοικήσωμε μέσα σας - το λέγει καθαρά αυτό ο Χριστός -, και μας λέγει και πως θα γίνη αυτό και επίσης μας λέγει «αιτείτε και δοθήσεται υμίν» 106 και μιλάει για προσευχή και μιλάει για αγάπη, όλα αυτά αν τα συνδυάση κανείς, τι συμπέρασμα βγάζει; Ότι μιλάει ο Χριστός για μία κατάστασι, κατά την οποία, όταν έλθη ο Χριστός και το Πνεύμα το Άγιο και κατοικήση μέσα στον άνθρωπο, ο άνθρωπος αυτός θα το ξέρη ότι γίνονται αυτά μέσα του; Ή μήπως, όταν γίνουν αυτά σε έναν άνθρωπο, ο άνθρωπος αυτός δεν θα το ξέρη, δεν θα το καταλάβη; Δηλαδή το Πνεύμα το Άγιο, όταν έρχεται μέσα στον άνθρωπο, έρχεται απαρατήρητα ή μετά παρατηρήσεως (εσωτερικής); Ή μήπως θα έλθη, επειδή το είπε κάποιος Δεσπότης ή κάποιος παπάς;

 

Θυμάμαι, όταν ήμουν νεοχειροτονημένος παπάς, έλεγα και εγώ εκείνο που λέγει ο απόστολος Παύλος ότι «ημείς εσμεν ναός του Αγίου Πνεύματος»107 και αν φθείρετε τον ναόν τούτον… κλπ. και συζητούσαμε και λέγαμε και λέγαμε κάνοντας ηθικολογία επάνω σ’ αυτά που έλεγε ο απόστολος Παύλος. Αλλά ο απόστολος Παύλος απευθυνόμενος στην ενορία της Κορίνθου, στο σημείο που έλεγε ότι ημείς εσμεν ναός του Αγίου Πνεύματος, ημείς εσμεν μέλη του σώματος του Χριστού, και έχετε το Πνεύμα το Άγιο μέσα σας κλπ., αν διαβάσετε όλα αυτά προσεκτικά, θα δήτε ότι αναφέρεται σε τι είδος πιστών; Διότι λέγει: «Θέλω πάντας υμάς λαλείν γλώσσαις»108. Δηλαδή αναφέρεται στους λαλούντας γλώσσαις (σ’ εκείνους δηλαδή που είχαν στην κατοχή τους διάφορα είδη της νοεράς προσευχής).

 

Λένε οι παπάδες από τον άμβωνα: ξέρετε, αγαπητοί μου Χριστιανοί, δεν πρέπει να στεναχωριέστε… Να, ο απόστολος Παύλος λέγει ότι το Πνεύμα το Άγιο είναι, μέσα μας και μας καθοδηγεί και ξέρει το Πνεύμα τι ανάγκες έχομε και πως να προσευχηθή… κλπ.. Δηλαδή κάνουν μία ομιλία, μιλάνε για κάποια προσευχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στον άνθρωπο, την οποία ο άνθρωπος δεν αισθάνεται ούτε ξέρει ότι ενεργείται μέσα του ούτε την διακρίνει μέσα του, την οποία δηλαδή δεν ακούει ο άνθρωπος να τελήται εσωτερικά, μέσα του.

 

Όμως εκείνη η προσευχή του Αγίου Πνεύματος, για την οποία μιλάει ο απόστολος Παύλος, είναι αισθητή ή όχι; Ο Απόστολος Παύλος δηλαδή μιλάει έτσι αόριστα για κάποια προσευχή του Αγίου Πνεύματος, για αόριστη συμμετοχή στο Σώμα του Χριστού; Ή μας δίνει συγκεκριμένα βιωματικά στοιχεία για το πως συμβαίνει αυτό; Δηλαδή υπάρχει νοερά αίσθησις, αισθητή εσωτερική αντίληψις ή όχι σ’ εκείνα για τα οποία μιλάει έτσι ο απόστολος Παύλος;

 

Διαβάζοντας όμως τους Πατέρες της Εκκλησίας, βλέπομε το εξής: Ότι δηλαδή αποκλείεται κάποιος να είναι ναός του Αγίου Πνεύματος και να μη το καταλαβαίνη, να μην έχη δηλαδή αίσθησι ο ίδιος ότι είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Διότι «το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού»109. Το Πνεύμα όμως πως συμμαρτυρεί «τω πνεύματι ημών»; Δεν είναι αυτό η νοερά προσευχή; Διότι, αν δεν είναι αυτό η νοερά προσευχή, τότε τι είναι; Είναι καμμιά φαντασία κανενός φαντασμένου ανθρώπου;

 

Λοιπόν με την φράσι «το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού» δεν εννοείται τίποτε άλλο, παρά η νοερά προσευχή. Και αυτή η νοερά αίσθησις, αυτή η κατάστασις, αυτή η εμπειρία του Χριστιανού, όταν ενεργείται από το Άγιο Πνεύμα, αυτή η είναι η Πατερική παράδοσις από γενεά σε γενεά. Βάσει αυτής ένας πνευματικός πατέρας ξέρει πότε το πνευματικό του παιδί έχει φθάσει από την κάθαρσι στο φωτισμό. Μπορεί ένας πνευματικός πατέρας να το ξέρη αυτό ή όχι; Και πως το ξέρει αυτό; Πως δηλαδή ξέρει αν το πνευματικό του παιδί έφθασε στην κατάστασι φωτισμού; Από αυτά που είπαμε. Έτσι, όταν μιλάμε για εμπειρική Θεολογία μιλάμε για εμπειρική ευσέβεια (όχι για ευσεβισμό). Η Θεολογία είναι εμπειρική ευσέβεια. Δεν είναι λόγια, αλλά είναι κάτι το πολύ συγκεκριμένο.

 

 

 

 

 

 

57. Η σημερινή πνευματική κατάστασις στην Ελλάδα

 

 

Τώρα110 συμβαίνει να βρισκώμαστε σε μία καμπή στην ιστορία της Εκκλησίας, που ο ίδιος ο κομπογιαννίτης γιατρός (δηλαδή ο μη δυνάμενος να θεραπεύση ή να καθοδηγήση σωστά πνευματικός πατήρ) δεν έχει επίγνωσι ότι είναι κομπογιαννίτης. Ο κομπογιαννίτης όμως είναι σε θέση να αναγνωρίση έναν πραγματικό γιατρό, όταν συναντηθή με αυτόν ή όχι; Η απάντησις είναι, ότι, αν έχη πορρωμένη συνείδησι, δεν θα τον αναγνωρίση. Αυτό συνέβη με τον Ιούδα, ο οποίος εγνώρισε μεν τον Χριστόν, αλλά όχι όπως οι άλλοι Απόστολοι. Ο Ιούδας δεν κατάλαβε ποιος ήταν ο Χριστός. Γιατί; Διότι πνευματικά δεν ήταν εν τάξει. Δηλαδή ο Ιούδας απεδείχθη κομπογιαννίτης και ούτε τον εαυτό του μπόρεσε να σώση.

 

Σήμερα δίνει η Ορθόδοξη Θεολογία την δυνατότητα σε κάποιον να ανιχνεύση τον πραγματικό γιατρό και να τον διακρίνη από έναν κομπογιαννίτη; Δηλαδή μπορούμε σήμερα να ανιχνεύσωμε τον αληθινό πνευματικό πατέρα, εκείνον που είναι σε θέσι να θεραπεύη, ανάμεσα σε πολλούς άλλους; Ή αλλιώς μπορούμε σήμερα να ανιχνεύσωμε τον άγιο μέσα στο πλήθος; Δύσκολο φαίνεται. Δηλαδή οι Χριστιανοί σήμερα έχουν φθάσει στο σημείο δύσκολα να ξεχωρίζουν τους πνευματικούς γιατρούς από τους κομπογιαννίτες. Και φθάσαμε σ’ αυτήν την κατάστασι, διότι αντικαταστήσαμε την Πατερική Θεολογία με Δυτικού τύπου Θεολογία, με Θεολογία των δογμάτων, με Θεολογία του βιβλίου δηλαδή και όχι εμπειρική, η οποία δεν οδηγεί στην κάθαρσι της ψυχής από τα πάθη. Καταδιώξαμε την Ησυχαστική παράδοσι και την αντικαταστήσαμε με τα δόγματα ή με την ηθική (ευσεβισμό). Και αυτό συνέβη από τους χρόνους μετά την Ελληνική Επανάστασι του 1821, με πρωταίτιο τον Αδαμάντιο Κοραή.

 

 

 

 

 

 

 

58. Περί των Συνόδων

 

 

Υπάρχει η πεποίθησις σε μερικούς ότι η Ιερά Παράδοσις φυλάσσεται από τις Συνόδους των επισκόπων. Όμως οι Σύνοδοι των επισκόπων (Τοπικές ή Οικουμενικές) στους πρώτους Χριστιανούς δεν ήσαν όπως είναι οι σημερινές Σύνοδοι των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Διότι απετελούντο από επισκόπους που ήσαν κάτοχοι της θεραπευτικής μεθόδου της Εκκλησίας, ο δε σκοπός συγκροτήσεως της Συνόδου ήταν η διαφύλαξις, όχι απλώς του δόγματος και της λατρευτικής τάξεως της Εκκλησίας, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά της θεραπευτικής μεθόδου της Εκκλησίας. Οπότε, ο σωστός επίσκοπος είναι ο κάτοχος της θεραπευτικής μεθόδου της Εκκλησίας. Εκείνα τα χρόνια το έργο μιας Συνόδου εξ επισκόπων ήταν πιο ουσιαστικό. Ήταν το να διαφυλαχθή η θεραπευτική μέθοδος και αγωγή της Εκκλησίας.

 

Αυτή όμως η διαφύλαξίς της έχει δύο πλευρές : Εσωτερικά μέσα στην Εκκλησία λαμβάνεται μέριμνα για την διαφύλαξι της σωστής ασκητικής αγωγής. Εξωτερικά συνίσταται στην διαφύλαξι του δόγματος ως οδηγού προς την θεραπεία της ψυχής. Εσωτερικά επίσης συνίσταται στην προστασία του δόγματος από αιρέσεις, που πάντοτε προέρχονται από ανθρώπους που δεν κατέχουν την σωστή θεραπευτική μέθοδο. Πάντοτε, όταν εμφανισθή μία καινοτομία μέσα στην Εκκλησία, αμέσως αυτό θα σημαίνη ότι ο εισάγων αυτήν όχι μόνον δεν ευρίσκεται σε σωστή αντίληψι περί δόγματος, αλλά επίσης ότι δεν ευρίσκεται ούτε σε ορθή πνευματική κατάστασι.

 

Αυτές οι αντιλήψεις έχουν συστηματοποιηθή από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, όπως από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη κλπ. Επίσης από τους μαθητές του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Αλλά βρίσκομε όλα αυτά τα στοιχεία κατά τρόπο οργανωμένο και στα έργα του αγίου Ειρηναίου επισκόπου Λουγδούνου, όπως και στα έργα του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, διότι αυτή είναι μία συνεχής παράδοσις από τον 1ον αιώνα. Τα ίδια στοιχεία υπάρχουν επίσης στον απόστολο Παύλο, καθώς και σε όλη την Καινή και Παλαιά Διαθήκη. Αυτά τα στοιχεία μπορούμε να τα ανιχνεύωμε και να τα βρίσκωμε όπου υπάρχουν, όταν έχωμε τα σωστά κριτήρια.

 

Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, που συστηματικά αναπτύσσει τα θέματα αυτά, λέγει ότι οι Χριστιανοί που δεν έχουν την ευχή, δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τους πιστούς των άλλων θρησκειών! Η διαφορά των Χριστιανών αυτών σε σχέσι με τους πιστούς των άλλων θρησκειών συνίσταται στο ότι οι μεν Χριστιανοί αυτοί πιστεύουν διανοητικά μόνο στον Χριστό και απλώς δέχονται τα χριστιανικά δόγματα, ενώ οι άλλοι δεν τα δέχονται. Αυτή όμως η διανοητική πίστις αυτών των Χριστιανών δεν τους ωφελεί, διότι δεν τους παρέχει θεραπεία, κάθαρσι δηλαδή της καρδιάς τους από τα πάθη. Δηλαδή εξ επόψεως θεραπείας της ανθρωπίνης προσωπικότητος δεν ωφελούνται, και η συμπεριφορά τους είναι η ίδια με εκείνη των μη Χριστιανών. Αυτό φαίνεται από τη ζωή που κάνουν.

 

Οπότε, ποια είναι η διαφορά μεταξύ ενός τέτοιου - κατ’ όνομα - Ορθοδόξου Χριστιανού και ενός π.χ. Μουσουλμάνου, όταν ο Ορθόδοξος όχι μόνο δεν αγωνίζεται να θεραπευθή, αλλά ακόμη, όταν, ενώ είναι ψυχικά άρρωστος, ούτε καν φαντάζεται ότι υπάρχει αποτελεσματική θεραπευτική μέθοδος για την αρρώστεια του μέσα στην Εκκλησία; Στο δόγμα είναι η διαφορά του; Αλλά τι να το κάνει το δόγμα, όταν δεν το χρησιμοποιή ως οδό προς θεραπεία; Τι να το κάνει το δόγμα, όταν μόνο το έχη αναρτημένο επάνω στο ντουλάπι του και το προσκυνάη; Όταν δηλαδή προσκυνάη μόνο το γράμμα του δόγματος και όχι το πνεύμα του δόγματος, που είναι κρυμμένο μέσα στο γράμμα;

 

 

 

 

 

 

59. Η Ορθοδοξία ως επίσημη θρησκεία του Ρωμαϊκού κράτους

 

 

Έχοντες τώρα αυτά υπ’ όψιν, βλέπομε γιατί το Βυζαντινό κράτος επεδίωξε να έχη ως επίσημη θρησκεία την Ορθοδοξία και γιατί έκανε τόσες πολλές προσπάθειες, ώστε να διαφυλάσσεται ακέραιο το ορθόδοξο δόγμα. Γιατί το έκανε; Για να διαφυλάξη απλώς το δόγμα ως δόγμα; Ή μάλλον, επειδή το συγκεκριμένο Ορθόδοξο δόγμα ήταν η προϋπόθεσις για μία θεραπεία των πολιτών, η οποία θα επέφερε κοινωνική εξυγίανσι, μέσω της θεραπείας της προσωπικότητος ενός εκάστου πολίτη; Μάλλον, το δεύτερο. Ο Εθνικός Ύμνος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ποιος ήταν; Δεν ήταν το: «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου· νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος, και το Σον φυλάττων δια του Σταυρού Σου πολίτευμα»;

 

Αυτός ο ύμνος εκφράζει την ιδεολογία - αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι - της εφαρμογής της Ορθοδόξου διδασκαλίας, πίστεως και ζωής στο Κράτος, σε πανεθνική δηλαδή κλίμακα. Αφού το Κράτος διείδε την κοινωνική συμβολή και ωφέλεια που θα προέκυπτε από την Ορθόδοξη θεραπευτική διδασκαλία και μέθοδο, εάν εφαρμοζόταν, εθέσπισε και προέβαλε την Ορθόδοξη πίστι ως την επίσημη θρησκεία του Κράτους, ώστε το Κράτος να γεμίση από ενορίες, στις οποίες οι ιερείς θα ασκούσαν αυτήν την θεραπευτική αγωγή. Έτσι οι ενορίες θα ηύξαναν συν τω χρόνω σε υγιείς πολίτες και κατ’ επέκτασιν και το ίδιο το Κράτος. Σ’ αυτό η Εκκλησία δε είπε φυσικά όχι, αλλά συνεργάσθηκε με το Κράτος.

 

Συνέβη όμως αυτή η εξουσία, που εδόθη στην Εκκλησία, μαζί με την αναγκαιούσα διοικητική εκκλησιαστική οργάνωσι να δημιουργήση ένα δημοσιοϋπαλληλικό πρόβλημα ως αναγκαίο κακό. Πολλοί δηλαδή, που εποφθαλμιούσαν δημόσιες θέσεις, υπεκρίνοντο τους Ορθοδόξους, ενώ δεν ήσαν, η δε Εκκλησία άρχισε να εκκοσμικεύεται.

 

Παρ’ όλα αυτά η Εκκλησία είχε ως παράλληλο έργο της το να προστατεύη το Κράτος από τους κομπογιαννίτες γιατρούς, δηλαδή από τους αιρετικούς. Οι Τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι εφρόντιζαν ακριβώς γι’ αυτό. Στα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων βρίσκομε την φράσι: «Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν». Δηλαδή: Εφάνη καλόν εις το Άγιον Πνεύμα και εις ημάς… Αυτό το έλεγαν οι παρευρισκόμενοι στις Συνόδους αυτές, διότι, είχαν στην κατοχή τους την νοερά προσευχή, δια της οποίας επληροφορούντο περί της αληθείας των Όρων που διετύπωναν.

 

Σήμερα όμως, που σπανίζει η νοερά προσευχή στους επισκόπους, αν συνέλθη μία Σύνοδος εξ επισκόπων και σηκωθούν κατά την έναρξι και πουν όλοι μαζί «Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών…», θα έλθη οπωσδήποτε το Πνεύμα το Άγιο να τoυς φωτίση; Επειδή δηλαδή είναι κανονικοί επίσκοποι και συνέρχονται σε Σύνοδο και κάνουν προσευχή; Όμως δεν ενεργεί το Πνεύμα το Άγιο έτσι. Μόνο δηλαδή κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις. Χρειάζονται και άλλες. Χρειάζεται ο προσευχόμενος να έχη ήδη ενεργουμένη την νοερά προσευχή μέσα του, όταν προσέρχεται στην Σύνοδο, για να τον φωτίση η Χάρις του Θεού. Στις ψευδο-συνόδους οι προσερχόμενοι δεν είχαν αυτήν την προσευχητική κατάστασι.

 

Οι παλαιοί επίσκοποι όμως είχαν τέτοια πνευματική εμπειρία και, όταν προσήρχοντο ως Σώμα, ήξεραν τι το Πνεύμα το Άγιο τους πληροφορούσε μέσα στην καρδιά για ένα συγκεκριμένο θέμα. Και, όταν έβγαζαν αποφάσεις, ήξεραν ότι οι αποφάσεις τους ήταν σωστές. Διότι ευρίσκοντο σε κατάστασι φωτισμού, ενώ ωρισμένοι από αυτούς είχαν φθάσει και στον δοξασμό, δηλαδή στην θέωσι.

Οπότε βλέπομε ότι στην αρχαία Εκκλησία κυριαρχούσε το χαρισματικό στοιχείο (δηλαδή κυριαρχούσαν τα μέλη με χαρίσματα Αγίου Πνεύματος), ενώ τα καθιδρυματικά στοιχεία, δηλαδή τα τυπικά εκκλησιαστικά και διοικητικά προσόντα ακολουθούσαν. Αυτό είναι σαφέστατο και στην Καινή Διαθήκη και στην αρχαία Εκκλησία και στους μεγάλους Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων, από την 1η Οικουμενική Σύνοδο (4ος αιών ) μέχρι την 9η Οικουμενική Σύνοδο, που έλαβε χώραν επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (14ος αιών)111.

 

Αυτού του είδους την συμμαρτυρία του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά την ξέρουν καλά μόνο όσοι έχουν την νοερά προσευχή ενεργουμένη μέσα στην καρδιά τους. Η νοερά προσευχή είναι μία εμπειρική εξακρίβωσις και επιβεβαίωσις της θεραπείας του νοός του ανθρώπου. Μία τέτοια θεραπεία είναι εφικτή σε όλους τους ανθρώπους, εφ’ όσον πληρούνται οι πνευματικές προϋποθέσεις της θεραπευτικής μεθόδου. Δεν είναι δηλαδή προωρισμένη ή σχεδιασμένη μόνο για κάτι καλογήρους, μόνο δηλαδή για κάποιους που φοράνε ράσα, αλλά για όλους τους ανθρώπους. Διότι στην Αγία Γραφή δεν φαίνεται πουθενά να γίνεται διάκρισις μεταξύ μοναστικής πνευματικότητος και λαϊκής πνευματικότητος.

 

Η Αγία Γραφή μιλάει μόνο για μία πνευματικότητα. Έχετε βρη ποτέ στην Αγία Γραφή κάποιο χωρίο που να μιλάη ξεχωριστά για πνευματικότητα λαϊκών ή για πνευματικότητα κληρικών; Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα στην Αγία Γραφή. Η εν Χριστώ πνευματικότης είναι μία για όλους τους πιστούς.

 

Αυτή η εν Χριστώ πνευματικότης είναι στην ουσία της μία θεραπευτική αγωγή, η οποία προσφέρεται από τον Χριστό σε όλους τους ανθρώπους. Είναι σχεδιασμένη για όλους τους ανθρώπους. Δεν είναι μόνο για τους μοναχούς ή τους παπάδες ή τους μορφωμένους ή διανοούμενους, διότι μέσα της δεν έχει καθόλου διανόησι. Ούτε έχει σχέσι με τα εξωτερικά και φαινόμενα του ανθρώπου, αλλά με τα εσωτερικά και κρυπτά.

 

 

 

 

 

 

60. Περί εκκλησιαστικής μουσικής

 

 

Ας πούμε και ολίγα περί εκκλησιαστικής μουσικής.

Ο σκοπός της εκκλησιαστικής μουσικής είναι να προκαλέση κατάνυξι ή δοξολογία και όχι ερωτικό συναισθηματισμό. Στην Δυτική παράδοσι από τον Μεσαίωνα, από τους Φράγκους δηλαδή, καθιερώθηκε να μη διακρίνη κανείς τα ερωτικά από τα θρησκευτικά τραγούδια. Αν ακούσετε Προτεστάντες ή Παπικούς να ψάλλουν μέσα στον ναό τους, καταλαβαίνετε αμέσως ότι τραγουδούν μέσα στον ναό. Δεν ψάλλουν. Αποδίδουν τα τροπάριά τους με έναν τρόπο ερωτικό.

 

Όταν τραγουδούν οι Παπικοί ύμνους στην Παναγία, δεν είναι μόνο τα λόγια που είναι ερωτικά, αλλά και η μουσική είναι ερωτική. Δηλαδή είναι σαν να ερωτοτροπούν με την Παναγία και σαν να ερωτοτροπούν με τον Χριστό! Ακούει κανείς ένα συναισθηματικό μέλος και μία συναισθηματική μουσική. Με το συναίσθημα προσπαθούν να προκαλέσουν μία συναισθηματική θρησκευτικότητα στα μέλη τους.

 

Επειδή λοιπόν η Παράδοσίς τους έχει αυτόν τον συναισθηματικό χαρακτήρα, γι’ αυτόν τον λόγο οι σοβαροί άνθρωποι στην Αμερική και στην Ευρώπη δεν θρησκεύουν, διότι δεν πείθονται με τέτοιους συναισθηματισμούς. Όσοι θρησκεύουν εκεί, είναι συναισθηματικοί άνθρωποι, οι οποίοι όμως δεν είναι και συνεπείς στην έρευνα. Γενικά εννοώ στην έρευνα. Διότι ένας συνεπής Ευρωπαίος ή Αμερικανός είναι φυσικό να είναι άθεος κάτω από τέτοιες προϋποθέσεις και να μην είναι ούτε Παπικός ούτε Προτεστάντης. Βαρειά βέβαια είναι αυτή η κουβέντα, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Διότι ένας σοβαρός επιστήμων δεν είναι δυνατόν να παραδεχθή ποτέ τα θεμέλια της Παπικής ή Προτεσταντικής θεολογίας. Αυτό, εν συνδυασμώ με τον συναισθηματικό τρόπο λατρείας τους, αποξενώνει πολύ σοβαρό κόσμο από τον Παπικό και Προτεσταντικό χώρο. Γι’ αυτό βλέπει κανείς τους ναούς τους άδειους.

 

Το ίδιο φοβούμαι ότι θα πάθη η Ορθόδοξη Εκκλησία, αν επιτρέψη τον ευσεβισμό, τον συναισθηματισμό και την διανόησι να κατακτήσουν τον χώρο της Ορθοδόξου θεολογίας, διότι η κρίσις, που νομίζω ότι περνάει σήμερα 112 η Εκκλησία, θα είναι και η τελευταία Της. Μετά δεν θα υπάρχη τίποτε όρθιο για να σαλευθή και να υποστή κρίσι.

 

 

98 Σήμερα (2004) Αγία Πετρούπολις.99 Ο Αριστοτέλης υπεστήριζε ότι η γη είναι επίπεδη και όχι στρογγυλή.

 

99 Ο Αριστοτέλης υπεστήριζε ότι η γη είναι επίπεδη και όχι στρογγυλή.

 

100 Βλ. σχετικά: π. Ιωάννου Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1975, σσ. 112-114.

 

101 Στη δεκαετία του ’50.

 

102 Γίνεται δηλαδή με την καρδιά, την οποία κινεί η θεία Χάρις και όχι με την λογική.

 

103 Α’ Πέτρ. 2, 9.

 

104 Διαβάζοντας ή ψάλλοντας κάτι μέσα στον ναό ή κάνοντας αυτοσχέδια προσευχή ή επαναλαμβάνοντας μία μονολόγιστη

ευχή.

 

105 Παράδειγμα είναι ο Φαρισαίος του Ευαγγελίου, ο οποίος έπεσε σε υπερηφάνεια.

 

106 Ματθ. 7, 7.

 

107 Η ακριβής διατύπωσις είναι: «Ουκ οίδατε ότι ο ναός Θεού εστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν; Ει τις τον ναόν του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός· ο γαρ ναός του Θεού άγιός εστιν, οίτινες εστε υμείς» (Α’ Κορ. 3, 16-17).

 

108 Α’ Κορ. 14, 5.

 

109 Ρωμ.  8, 16.

 

110 Το έτος 1983.

 

111 Ως 8η Οικουμενική Σύνοδος θεωρείται η επί Μεγάλου Φωτίου, το έτος 879.

 

112 Το έτος 1983.

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets