Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Πατερική Θεολογία - π. Ι. Ρωμανίδου. ΤΟΜΟΣ 7ος

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ : ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ

61. ΠΩΣ ΟΙ ΠΑΤΈΡΕΣ ΑΝΤΙΜΕΤΏΠΙΣΑΝ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΎΣ
62. ΠΕΡΊ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΉΣ ΦΙΛΟΣΟΦΊΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΉΣ ΘΕΟΛΟΓΊΑΣ
63. ΠΩΣ ΟΙ ΠΑΤΈΡΕΣ ΘΕΟΛΟΓΟΎΝ
64. ΤΑ ΘΕΜΈΛΙΑ ΤΗΣ ΕΜΠΕΙΡΊΑΣ ΤΗΣ ΘΕΏΣΕΩΣ
65. ΔΙΆΚΡΙΣΙΣ ΟΥΣΊΑΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΊΑΣ
66. ΠΕΡΊ ΤΗΣ ΥΠΆΡΞΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΎ ΚΑΙ ΠΕΡΊ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΊΑΣ ΤΟΥ ΚΌΣΜΟΥ
67. ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΊ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΊΑ ΤΟΥΣ




ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ : ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ  ΤΩΝ  ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΩΣ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΑΝ

 

 

 

Όταν κάποιος φθάση στην θέωσι, ξαναζή όλες τις φάσεις της Αποκαλύψεως (Μεταμόρφωσι -Πεντηκοστή), που σημαίνει ότι ο θεούμενος ξαναζή όλες τις αλήθειες που απεκαλύφθησαν στους Αποστόλους. Τότε διαπιστώνει εμπειρικά ότι η Ορθόδοξη Θεολογία έχει χαρακτήρα κυκλικό και ότι ο κύκλος έχει ως πυρήνα την Ενσάρκωσι. Ο πυρήνας είναι ο σαρκωμένος Λόγος. Αυτό είναι ένα κυκλικό φαινόμενο, που έχει έναν πυρήνα ή, αν θέλετε, ένα ελικοειδές φαινόμενο, που έχει έναν άξονα και αυτός ο άξονας είναι ο σαρκωμένος Λόγος. Βλέποντας τον Λόγο βλέπομε τον Πατέρα εν Πνεύματι Αγίω. Βλέποντας τον Λόγο βλέπομε την Εκκλησία. Βλέποντας τον Λόγο βλέπομε την Κοινωνία των Αγίων. Βλέποντας τον Λόγο βλέπομε όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας.

 

Χωρίς της θεωρία αυτού του πυρήνα δεν βλέπει κανείς σωστά τα πράγματα. Όταν ο άνθρωπος φθάση σ’ αυτόν τον πυρήνα κατά την εμπειρία της θεώσεως, τότε, επειδή φθάνει να του έχη αποκαλυφθή πάσα η αλήθεια, γίνεται απλανής περί τα θεία113. Και επειδή η αποκάλυψις περί των θείων Μυστηρίων είναι η ίδια σε όλους τους θεουμένους, γι’ αυτό υπάρχει ταυτότης διδασκαλίας σε όλους τους θεουμένους. Αυτή είναι η Πατερική παράδοσι, στην οποία όλοι οι Ορθόδοξοι αναφέρονται.

 

 Όταν κάποιος αποκοπή από αυτόν τον πυρήνα της εμπειρίας και από αυτήν την διδασκαλία, ακόμη και από την ιστορία αυτής της διδασκαλίας, είναι αδύνατο να μην πέση σε αίρεσι, εάν προσπαθήση να θεολογήση. Το ότι θα πέση είναι αναπόφευκτο. Αν όχι σε αίρεσι, τουλάχιστον σε παρερμηνεία, είτε της Αγίας Γραφής είτε της Ιεράς Παραδόσεως.

 

Έτσι οι Πατέρες, που είχαν αυτήν την εμπειρία της θεώσεως, ήξεραν ότι δι’ αυτής έγιναν κατά χάριν θεοί. Όχι κατά  φύσιν. Ο Χριστός όμως, που είναι ο σαρκωμένος Λόγος, είναι κατά χάριν Θεός ή κατά φύσιν;

 

 Ο Άρειος έλεγε ότι ο σαρκωμένος Λόγος είναι κατά χάριν Θεός. Οι Πατέρες έλεγαν: Όχι, ο Χριστός είναι κατά φύσιν Θεός. Ο σαρκωμένος Λόγος είναι κατά φύσιν Θεός. Ο Άρειος υπεστήριζε ότι ο σαρκωμένος Λόγος είναι κατά χάριν η πηγή της ακτίστου δόξης του Πατρός. Ο Άρειος ναι μεν δεν ηρνείτο ότι ο Χριστός είναι η πηγή της ακτίστου δόξης, υπεστήριζε όμως ότι ο Χριστός δεν είναι η φυσική πηγή της ακτίστου δόξης, αλλά η κατά χάριν πηγή της ακτίστου δόξης. Έλεγε ότι, αφού η ανθρωπίνη φύσις είναι κτίσμα, άρα ο Χριστός είναι κατά χάριν Θεός.

 

 

 

 

 

 

 

 

61. Πως οι Πατέρες αντιμετώπισαν τους αιρετικούς

 

 

Ο Άρειος τόνιζε ότι ο Λόγος εγεννήθη εκ του Πατρός προ των αιώνων. Παρ’ όλα αυτά κατηγορείται, από τον Μέγα Αθανάσιο ότι υπεστήριζε την εν χρόνω γέννηση του Λόγου. Γιατί όμως; Διότι προσέθετε το «ην ποτε ότε ουκ ην». Το «ποτέ» και το «ότε» είναι όμως χρονικά επιρρήματα. Διότι, όταν λέγη κανείς το «ην ποτε ότε ουκ ην», σημαίνει ότι υπήρχε κάποιο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δεν υπήρχε ο Λόγος. Γλωσσικά αυτό σημαίνει.

 

Αλλά μέσα στα πλαίσια της Αποφατικής θεολογίας ό,τι και να πη κανείς για τον Θεό, περιορίζεται στα χρονικά κατηγορήματα. Οποιαδήποτε λέξι και αν χρησιμοποίηση κανείς για τον Θεό, δεν μπορεί να αποφύγη τις διαστάσεις του χρόνου. Γιατί; Π.χ. λέμε: Ο Λόγος γεννάται εκ του Πατρός. Γλωσσικά, εξ επόψεως νοήματος αυτό το γεννάται εκ του Πατρός μπορεί να σημαίνει είτε ότι κάποτε γεννήθηκε εκ του Πατρός ή ότι αενάως γεννάται εκ του Πατρός ή ότι εν χρόνω γεννάται εκ του Πατρός. Το ίδιο συμβαίνει και όταν λέγη κάποιος ότι: Ο Λόγος εγεννήθη εκ του Πατρός.

 

Οι Πατέρες, για να πλαισιώσουν την διδασκαλία τους και για να περιφράξουν την διδασκαλία της Εκκλησίας, είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν διάφορες ορολογίες. Βέβαια και οι Πατέρες λένε ότι ο Λόγος προ των αιώνων εγεννήθη εκ του Πατρός. Αλλά εκείνο που τονίζουν οι Πατέρες είναι ότι η ανθρωπίνη σκέψις ανταποκρίνεται μόνο στην ανθρώπινη εμπειρία. Οπότε κάθε σκέψις, κάθε νοησιαρχική σύλληψις του ανθρώπου ανταποκρίνεται στις ανθρώπινες καθημερινές εμπειρίες και μόνον. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να διασπάση τους περιορισμούς της κτιστής του φύσεως, ώστε να μπορέση να συλλάβη το άκτιστο.

 

Αυτό κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι απολύτως αδύνατο. Ο άνθρωπος μπορεί να σκέπτεται για το άκτιστο ότι υπάρχει. Ότι υπάρχει κάτι το οποίο δεν έχει κτισθή, το οποίο υπάρχει πάντοτε και το οποίο δεν μοιάζει μα τα κτίσματα. Αλλά όλα αυτά τα κατηγορήματα, δεν είναι θετικά. Είναι πλήρως αρνητικά. Αυτές δεν είναι θέσεις, αλλά αρνήσεις. Όταν λέμε ότι ο Θεός είναι άκτιστος, δεν λέμε τι είναι ο Θεός, αλλά απλώς λέμε τι δεν είναι ο Θεός. Η λέξις άκτιστος σημαίνει απλώς ότι ο Θεός δεν είναι κτίσμα. Αυτό όμως λέγει τι δεν είναι ο Θεός. Όχι τι είναι ο Θεός. Είπαμε λοιπόν τι δεν είναι ο Θεός.

 

Ας πούμε τώρα τι είναι ο Θεός. Δεν υπάρχει όμως κανένα όνομα που να προσδιορίζη το τι είναι ο Θεός, διότι ο άνθρωπος από την φύσι του δεν μπορεί ποτέ να συλλάβη τον Θεό. Η βασική αιτία αυτού του γεγονότος είναι ότι ο άνθρωπος είναι κτίσμα. Έχει δημιουργηθή για να γνωρίση τον Θεόν, αλλά ο άνθρωπος από μόνος του δεν έχει την δυνατότητα να γνωρίση τον Θεόν. Όταν ο ίδιος ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο, τότε μόνο ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεόν. Και αυτό γίνεται δια του Φωτός, δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό οι Πατέρες πάρα πολλές φορές ασχολούνται με την φράσι: «Εν τω φωτί σου οψόμεθα φως». Δηλαδή μέσα στο Φως του Θεού θα δούμε το Φως του Θεού. Μόνον, όταν κανείς βρίσκεται μέσα στο Φως, βλέπει το Φως. Ακριβώς, όπως γίνεται και στον φυσικό χώρο. Όταν κανείς βρίσκεται μέσα στο σκοτάδι, δεν βλέπει απολύτως τίποτε. Εάν όμως βρεθή μέσα στο φως, τότε βλέπει το φως.

 

Αυτή λοιπόν η γνωσιολογική αρχή είναι μία δεσπόζουσα αρχή στους Πατέρες της Εκκλησίας. Το φαινομενικά παράξενο όμως είναι ότι οι Πατέρες παίρνουν αυτό το Φως του Θεού και το ταυτίζουν με το Σκότος (Γνόφος) και χρησιμοποιούν εναλλακτικά το Φως και το Σκότος. Οπότε το «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» και το «εν τω σκότει σου οψόμεθα σκότος» σημαίνει για τους Πατέρες το ίδιο πράγμα. Διότι ο Θεός ούτε Φως είναι ούτε Σκότος είναι· και τούτο, επειδή ο Θεός δεν είναι κτίσμα για να μοιάζη με κάτι κτιστό, όπως είναι το φως ή το σκότος.

 

Εφ’ όσον λοιπόν οι γνωσιολογικές μας δυνάμεις αναλογούν στα κτιστά και δεν επεκτείνονται στα άκτιστα, γι’ αυτόν τον λόγο ο άνθρωπος γνωρίζει μόνο τα κτιστά. Επομένως οποιαδήποτε ορολογία χρησιμοποιήσωμε για τον Θεό, η ορολογία αυτή θα είναι παρμένη από την καθημερινή εμπειρία του ανθρώπου και όχι από κάποια δυνατότητα του ανθρώπου να περιγράψη το άκτιστο. Αυτή η Πατερική αντίληψις περί γνωσιολογίας εμπίπτει απολύτως μέσα στα πλαίσια της μοντέρνας έρευνας, η οποία γίνεται επάνω στα γνωσιολογικά θέματα και η οποία σήμερα114 γίνεται από νευρολόγους, βιολόγους, βιοχημικούς, ψυχολόγους, ανθρωπολόγους και λίγο από ψυχιάτρους.

 

Όλες οι επιστήμες, που ασχολούνται με τα θέματα αυτά, συμφωνούν ως προς την γνωσιολογική λειτουργία της ανθρωπίνης υπάρξεως. Όλα στον άνθρωπο είναι παρμένα, απ’ ότι ξέρομε μέχρι τώρα, από τις καθημερινές εμπειρίες του ανθρώπου. Ακόμη και οι αφηρημένες σκέψεις που κάνει ο άνθρωπος και οι μαθηματικοί υπολογισμοί, όλα αυτά πλέον έχει γίνει αποδεκτό ότι είναι διαστάσεις της υλικής υπάρξεως του κόσμου και καμμιάς πνευματικής αΰλου υπάρξεως.

 

Η κατηγορία πάντως του Μεγάλου Αθανασίου εναντίον του Αρείου, ότι διδάσκει την «εν χρόνω» γέννησι του Λόγου, προέρχεται από την ίδια την έκφρασι του Αρείου, την οποία εξεμεταλλεύθησαν οι Ορθόδοξοι και συνέχεια βομβάρδιζαν τους Αρειανούς επάνω στο θέμα αυτό. Τόσο δε πολύ τους βομβάρδιζαν, ώστε οι Αρειανοί αναγκάσθηκαν και απάντησαν. Με την απώλεια όμως, που συνέβη, των πολλών συγγραμμάτων των αιρετικών, χάθηκαν και οι απαντήσεις αυτές.

 

 Οι Πατέρες κατηγορούσαν τον Άρειο ότι διδάσκει την εν χρόνω γέννησι του Λόγου. Απόδειξις δε για τους Πατέρες είναι ότι ο Άρειος αναφέρει το «ποτέ» (κάποτε) και το «ότε». Ναι, αλλά σώζονται όμως αποσπάσματα των λεχθέντων του Αρείου και των Αρειανών, στα οποία οι Αρειανοί διαμαρτύρονται γι’ αυτήν την καταγγελία των Ορθοδόξων, ότι δηλαδή διδάσκουν την εν χρόνω γέννησι του Λόγου και υποστηρίζουν ότι συκοφαντούνται, καθ’ όσον οι ίδιοι διδάσκουν ότι ο Λόγος εγεννήθη εκ του Πατρός «προ των αιώνων».

 

Αυτό το προ των αιώνων έχει πολύ μεγάλη σημασία, διότι δεν είναι το ίδιο πράγμα οι αιώνες και ο χρόνος. Οι Πατέρες κάνουν μία διάκρισι μεταξύ αιώνων και χρόνου, αν και δεν ήξεραν μοντέρνα Φυσική. Στην Φυσική δεν έχομε πια τον χρόνο που είχαμε στο παρελθόν. Ο χρόνος του παρελθόντος εμετράτο από την σχετική κίνησι της γης ως προς τον ήλιο και την σελήνη. 

 

Τώρα όμως οι αντιλήψεις περί χρόνου έχουν αλλάξει πάρα πολύ.

Εκείνο που έχει για μας σημασία, είναι ότι οι Πατέρες διακρίνουν σαφώς μεταξύ αιώνων και χρόνου. Οπότε, όταν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, λένε οι Πατέρες, πρώτα δημιούργησε τους αιώνες, μετά τους αγγέλους, και μετά τον κόσμο αυτόν, καθώς και τον χρόνο. Δηλαδή οι Πατέρες ήξεραν ότι ο χρόνος είναι μία διάστασις ωρισμένου μέρους του κτιστού σύμπαντος. Διότι το πρώτο κτίσμα που κτίσθηκε είναι οι αιώνες και όχι ο χρόνος. Ο χρόνος δημιουργείται αργότερα από τον Θεόν.

 

Οπότε η κυρία διαφοροποίησις μεταξύ αιώνων και χρόνου είναι ότι στον χρόνο έχομε αλληλοδιαδοχή στα γεγονότα, ενώ στους αιώνες δεν έχομε αναγκαστικά αλληλοδιαδοχή των γεγονότων, αλλά μία συνύπαρξη γεγονότων σε μία συνύπαρξη πραγμάτων, χωρίς αναγκαστικά να εμπλέκωνται τα γεγονότα με την αλληλοδιαδοχή. Ο άνθρωπος είναι περιωρισμένος στην αλληλοδιαδοχική εμπειρία των καταστάσεων, επειδή είναι μέσα στον χρόνο. Ο άνθρωπος δεν έχει εμπειρία μιας υπάρξεως χωρίς αλληλοδιαδοχή. Την αποκτά όμως μόνο στην εμπειρία της θεώσεως, διότι τότε καταργείται ο χρόνος.

 

Μόνον εκείνος ο οποίος έχει φθάσει στην θέωσι έχει εμπειρία εκείνου του τρόπου της υπάρξεως που υπερβαίνει την ύπαρξι, υπάρξεως που υπερβαίνει τον χρόνο, υπάρξεως που υπερβαίνει τον αιώνα, υπάρξεως που υπερβαίνει τον χώρο, υπάρξεως που υπερβαίνει την λογική κλπ. Έχει δηλαδή ο θεούμενος την εμπειρία του ακτίστου, χωρίς όμως να γνωρίζη γνωσιολογικώς τι είναι αυτό το άκτιστο. Επειδή γνωσιολογικώς το άκτιστο για τον θεούμενο παραμένει Μυστήριο. Δηλαδή και ο Θεός, όταν αποκαλύπτεται στον θεούμενο, παραμένει Μυστήριο. Διότι, αν και υποπίπτη στην αντίληψι του νοός και της λογικής και των αισθήσεων και του σώματος του ανθρώπου, παρά ταύτα ο Θεός παραμένει Μυστήριο, επειδή ξεφεύγει από τα όρια και τον τρόπο γνώσεως του ανθρώπου.

 

Και τούτο συμβαίνει, επειδή το θεμέλιο των ανθρωπίνων γνώσεων είναι η ομοιότητα και η διαφορά. Μεταξύ δε κτιστού  και ακτίστου δεν υπάρχει καμμία ομοιότης.

 

Βλέπομε π.χ. έναν ελέφαντα, που για έναν, που δεν ξέρει τίποτε από ελέφαντες, δεν μοιάζει με τίποτε άλλο. Αλλά απλώς διαφέρει από τα άλλα ζώα. Μετά βλέπομε δύο ελέφαντες και λέμε α, αυτοί οι δύο μοιάζουν. Αν, όμως, τους εξετάσωμε ποιο προσεκτικά, στην περίπτωση που ο ένας είναι αρσενικός και ο άλλος θηλυκός, βλέπομε ότι διαφέρουν μεταξύ τους σε ωρισμένα μέρη του σώματος. Αλλά, παρά τις διαφορές τους, υπάρχει μία γενικώτερη ομοιότητα μεταξύ τους, σε τέτοιο βαθμό, ώστε μιλάμε πάλι για ελέφαντες και τους βάζομε στην ίδια κατηγορία των άλλων ελεφάντων.

Όταν όμως έχη κάποιος την εμπειρία της θεώσεως, κάνει τότε μία διαφοροποίησι, αλλά δεν μπορεί να διακρίνη ομοιότητα, να βρη δηλαδή ομοιότητα μεταξύ του ακτίστου με κάποιο κτιστό. Η διαφοροποίησις όμως υπάρχει. Βλέπει δηλαδή κάτι, που δεν έχει ξαναδεί ποτέ στην ζωή του.

 

 Δεν υπάρχει όμως καμμία ομοιότης εκείνου που του αποκαλύπτεται με κάτι που ήδη γνωρίζει. Γιατί; Διότι διαφέρει εκείνο που υποπίπτει στη αντίληψι του θεουμένου από όλα τα κτιστά. Διαφέρει, αλλά δεν μοιάζει με τίποτα, με κανένα γνωστό κτίσμα. Γιατί δεν μοιάζει; Διότι δεν έχει ούτε χρώμα ούτε διαστάσεις ούτε φως είναι ούτε σκότος είναι ούτε μεγάλο είναι ούτε μικρό είναι, δεν έχει σχήμα, δεν έχει είδος (μορφή).

 

Γι’ αυτό οι Πατέρες, όταν μιλάνε για την δόξα του Θεού, μιλάνε σαν να είναι κάτι το ασχημάτιστο και ανείδεο. Βέβαια αυτό το ανείδεο είναι επιχείρημα επιθέσεως εναντίων Πλατωνικών. Διότι οι Πλατωνικοί πίστευαν ότι υπάρχει ένας κόσμος των ιδεών. Όταν όμως οι Πατέρες λένε ότι η δόξα του Θεού είναι ανείδεος, αυτό σημαίνει ότι δεν έχει καμμία σχέσι με τον νοητό κόσμο του Πλάτωνος. Και κάθε φορά που οι Πατέρες χαρακτηρίζουν την δόξα του Θεού ως ανίδεο και ασχημάτιστο, κάθε φορά που το αναφέρουν αυτό, κάνουν κατ’ ευθείαν επίθεσι εναντίων των δοξασιών του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους και γενικά εναντίον της φιλοσοφίας. Αυτό σημαίνει ότι η Θεολογία των Πατέρων ξεφεύγει από όλα τα κατηγορήματα του φιλοσοφικού τρόπου σκέψεως.

 

Το να ασχοληθή βέβαια κάποιος με την φιλοσοφία, αυτό δεν είναι κακό, διότι γυμνάζεται το μυαλό του ανθρώπου. Αρκεί όμως να μη δεχθή την διδασκαλία της φιλοσοφίας προκειμένου περί της υπάρξεως και φύσεως του Θεού. Αυτό λένε όλοι οι Ησυχαστές πατέρες. Και ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Γρηγόριος Νύσσης, ο οποίος μάλιστα είναι ο κατ’ εξοχήν φιλοσοφών Πατέρας της Εκκλησίας. Ακόμη, αν διαβάση κανείς τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, θα δη ότι υπάρχει η ίδια γραμμή και σ’ αυτόν. Οπότε συμπεραίνομε ότι για τον εκγυμνασμό του ανθρωπίνου πνεύματος δεν είναι κακό το να ασχολήται κάποιος με την φιλοσοφία, είναι όμως ανοησία το να παραδέχεται την διδασκαλία της προκειμένου περί θεολογικών θεμάτων.

 

 

 

 

 

 

 

 

62. Περί της Μεσαιωνικής φιλοσοφίας και της Σχολαστικής Θεολογίας.

 

 

Εμείς ξέρομε ότι μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοσι έχωμε να κάνωμε με την Ελληνική και Ρωμαϊκή φιλοσοφία και ότι δεν έχομε καμμία άλλη φιλοσοφική εξέλιξι. Στην Δύσι όμως έχουν μία ξεχωριστή φιλοσοφική παράδοσι, την οποία ονομάζουν Μεσαιωνική φιλοσοφία, η οποία είναι η φιλοσοφία όπως ανεπτύχθη από τους Γερμανούς κατακτητές της Ευρώπης (Νορμανδούς, Φράγκους, Γότθους, Σάξονες, Λογγοβάρδους κλπ.). Οι ασχολούμενοι με αυτήν είναι οι λεγόμενοι Σχολαστικοί θεολόγοι του Δυτικού Μεσαίωνα. Εμείς τους λέμε Λατίνους. Είναι οι Φράγκοι, που λέγαμε παλαιότερα και τώρα τους ονομάζουμε Ευρωπαίους.

 

Αυτοί οι κατακτηταί της Δυτικής Ρωμηοσύνης έχουν μία ειδική θεολογική παράδοσι, που λέγεται Σχολαστική και η οποία έχει μία ειδική φιλοσοφική παράδοσι, που λέγεται Μεσαιωνική φιλοσοφία. Με αυτό το όνομα αναφέρεται στα διδακτικά εγχειρίδια της ιστορίας της φιλοσοφίας. Αυτά τα διδακτικά εγχειρίδια δεν ασχολούνται με την Θεολογία των Πατέρων της Ανατολής, παρά μόνον με εκείνην των Πατέρων της Δύσεως, την οποία διδάσκουν όπως οι Φράγκοι κατάλαβαν την Θεολογία. Οπότε, εφ’ όσον εμείς γίναμε αιρετικοί για τους Φράγκους, γι’ αυτό και μείναμε έξω από την ιστορική εξέλιξι και της θεολογίας και της φιλοσοφίας, μετά το Σχίσμα των Εκκλησιών.

 

Μετά δηλαδή το Σχίσμα δεν υπάρχουν Πατέρες από την Ανατολή για τους Ευρωπαίους! Αν πάρετε τις Πατρολογίες τους, θα το δήτε αυτό. Λένε ότι ο τελευταίος Πατέρας της Εκκλησίας είναι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (!) στην Ανατολή, ενώ στην Δύσι, ο Ισίδωρος της Σεβίλλης. Μετά έχομε την λεγόμενη Σχολαστική Θεολογία και μαζί της εμφανίζεται και η Μεσαιωνική φιλοσοφία για τους Δυτικούς, χωρίς καμμία απολύτως αναφορά στην Ανατολή!

 

Οι Δυτικοί δεν δέχονται ότι η Πατερική Θεολογία είναι ο Παλαμισμός. Η γραμμή των Δυτικών είναι ότι οι Ανατολίτες δεν κατάλαβαν(!) τους αρχαίους Πατέρες της Εκκλησίας, ενώ εκείνοι (οι Δυτικοί) έμειναν πιστοί στην Πατερική Παράδοσι, την οποία εμείς διαστρέψαμε! Αυτή είναι η γραμμή των Φράγκων. Όταν εμφανίζεται ξεχωριστή Θεολογία των Φράγκων, εμφανίζεται με αυτόν τον παράδοξο ισχυρισμό, ότι δηλαδή οι Φράγκοι παρέμειναν πιστοί στην Πατερική Παράδοσι, ενώ ο Γραικοί (Graeci)115 πρόδωσαν την Ελληνική Παράδοσι των Πατέρων!

 

Όμως το πλέον αξιοσημείωτον είναι ότι οι Ελληνόφωνοι Ρωμηοί της Ανατολής, αλλά και οι Ρωμηοί της Δύσεως, κυρίως της Ιταλίας, έχουν μία αδιάκοπη συνέχεια με το παρελθόν τους, το γνωσιολογικό, το ιστορικό, το πολιτιστικό, το γλωσσικό και το θεολογικό, ενώ στην Δύσι παρατηρείται μία υποδούλωσις των Ρωμαίων Ορθοδόξων (Ρωμηών), μία μετατροπή των Ρωμαίων Ορθοδόξων σε αγραμμάτους. Αυτό συμβαίνει και στην Γαλλία και στην Ισπανία, που ξέρουν ποιοι είναι οι τελευταίοι Ρωμαίοι συγγραφείς και ξέρουν ποιοι είναι οι Φράγκοι συγγραφείς. Ξέρουν δηλαδή ποιοι είναι οι τελευταίοι Ρωμαίοι που γράφουν στην Λατινική γλώσσα και ποιοι είναι οι πρώτοι Φράγκοι που γράφουν στην Λατινική γλώσσα.

 

Και είναι παράδοξο το ότι και στην Γαλλία και στην Ισπανία σταματούν τα Ρωμαϊκά συγγράμματα και τα διαδέχονται τα Γοτθικά και Φραγκικά συγγράμματα. Και πάλι το παράδοξο είναι ότι αυτή η ριζική διακοπή, που είναι μία εθνική καταστροφή για τους Ρωμαίους και νίκη των Γερμανικών φυλών, που επέφερε μία διάσπασι μεταξύ των δύο, αφού οι μεν υποδουλώθηκαν στους δε, μαζί με την μακρόχρονη υποδούλωσι των Ρωμαίων στους Γότθους και στους Γερμανούς δημιούργησε μία κατάστασι, ώστε οι ίδιοι οι Ρωμαίοι να χάσουν την παληά επαφή τους με την Κωνσταντινούπολη και τον υπόλοιπο Ρωμαϊκό κόσμο.

 

Αντιθέτως βλέπομε ότι στην Ανατολή κατά την ίδια χρονική περίοδο δεν υπάρχει καμμία διάσπασις, καμμία ανακοπή της ιστορικής εξελίξεως, αλλά ότι υπάρχει μία αδιάκοπη συνέχεια και στην πνευματική εμπειρία και στην συγγραφική δραστηριότητα των Πατέρων και στην Παράδοσι των Οικουμενικών Συνόδων κλπ.

 

Εις πείσμα όμως αυτής της πραγματικότητος οι Φράγκοι κατηγορούν τους Graeci, δηλαδή τους Ρωμαίους της Ανατολής κατά τα μέσα του 9ου αιώνος, ότι δεν έχουν μείνει πιστοί στην Πατερική παράδοσι και καλούν εμάς να πιστέψωμε ότι πιστοί στην Πατερική παράδοσι έμειναν οι αγράμματοι Φράγκοι, που δεν ήξεραν καθόλου Ελληνικά ούτε ήξεραν να διαβάσουν σωστά τα Λατινικά κείμενα! Και συμβαίνει από τότε μέχρι σήμερα να συνεχίζουν να έχουν αυτήν την υπεροψία, ότι δηλαδή αυτοί είναι εκείνοι που διέσωσαν την Πατερική Παράδοσι(!) και μάλιστα την βελτίωσαν(!) με την Σχολαστική τους Θεολογία.

 

Σε αντίθεσι με όλα αυτά έχομε την παραμένουσα και διαιωνιζομένη μεθοδολογία της Ορθοδόξου παραδόσεως και θεολογίας. Βλέπομε δε να συμβαίνη τούτο, ότι δηλαδή στην Δύσι υπάρχει η ίδια θεολογική μέθοδος μεταξύ των Ορθοδόξων Ρωμαίων, όπως υπάρχει και στην Ανατολή. Η εμπειρία της θεώσεως και του φωτισμού είναι η ίδια και επομένως η Θεολογία είναι η ίδια και στους δύο χώρους. Αυτό εξακριβώνεται από τα συγγράμματα των Δυτικών κυρίως Ρωμαίων επάνω σε θέματα πνευματικής ζωής, ασκήσεως κλπ. Συμβαίνει μάλιστα σήμερα να έχουν αποδεχθή εκτός από τους Ορθοδόξους και οι Αγγλικανοί ότι τα πνευματικά θεμέλια της θεολογίας είναι τα ίδια και ότι η Θεολογία ήταν η ίδια και στην Δύσι και στην Ανατολή. Αυτοί εξακρίβωσαν πως και πότε άρχισε η διαφοροποίησις μεταξύ Δύσεως και Ανατολής επάνω στα θεολογικά και πνευματικά θέματα.

 

Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της διαφοροποιήσεως είναι το ότι στην περιοχή των κατακτήσεων στην Δύσι εγκαταλείφθηκε η παλαιά παράδοσις να εκλέγωνται οι επίσκοποι από τους φωτισμένους και θεουμένους. Σ’ αυτούς οι επίσκοποι εξελέγοντο όχι για πνευματικούς λόγους, άλλα για διοικητικούς. Οπότε ο επίσκοπος στην Δύσι μετατράπηκε από πνευματικό πατέρα σε πολιτικό διοικητή (φεουδάρχη) με εξουσίες πολιτικές και στρατιωτικές. Αυτό έγινε και στην Γοτθική παράδοσι και στην Φραγκική και στην Νορμανδική, όχι όμως τόσο στην Γερμανική, διότι ο Γερμανικός φεουδαλισμός διαφέρει αρκετά από τον Φραγκικό, τον Γοτθικό και τον Νορμανδικό φεουδαλισμό. Και τούτο, επειδή οι περισσότεροι Γερμανοί δεν είχαν ως σκλάβους Ρωμαίους δουλοπαροίκους, αφού ζούσαν στην Γερμανία, όπου δεν υπήρχαν Ρωμαίοι, οι δε δούλοι τους ήταν απλώς αιχμάλωτοι πολέμου.

 

Όταν λοιπόν ο επίσκοπος γίνεται φεουδάρχης, αρχίζει πλέον να ασχολήται με την διοίκησι και με την καθυπόταξι των Ρωμαίων δουλοπαροίκων και βιλάνων. Έτσι δεν ησχολείτο πλέον με τα πνευματικά θέματα ούτε με τα θεολογικά γράμματα, αλλά με διοικητικά θέματα. Την δε Θεολογία την πήραν στα χέρια τους, κάτι καλόγεροι στα μοναστήρια. Οπότε η θεολογική επιστήμη εκαλλιεργείτο συνήθως μέσα στα μοναστήρια, τα οποία και αυτά όμως δεν ησχολούντο με το πως θα φθάσουν οι μοναχοί στην κατάστασι του φωτισμού και της θεώσεως, την οποία ούτε επεδίωκαν· διότι επηρεασμένοι όντες από την Θεολογία του Αυγουστίνου δέχθηκαν μία φιλοσοφική αντίληψι περί του φωτισμού και της θεώσεως.

 

Βλέπομε λοιπόν ότι στον χώρο των κατακτητών των Δυτικών Ρωμαίων η εμπειρία του φωτισμού φιλοσοφοποιήθηκε και εισήλθε στην διδασκαλία περί φωτισμού ο νοητός κόσμος του Πλάτωνος. Αυτή λοιπόν η διαστρεβλωμένη και παραποιημένη θεώρησις περί φωτισμού μπήκε μέσα στον μοναχισμό των Φράγκων και έτσι και ο μοναχισμός των Φράγκων έχει πλέον μία ιδιαίτερη εξέλιξη και δεν είναι μία συνέχισις τη αρχαίας πνευματικότητος και ασκητικής ζωής της Εκκλησίας, αλλά διαμορφώθηκε μία παράδοσις διαφορετική.

 

Η παράδοσις αυτή δεν είναι βέβαια εντελώς καινούργια, είναι όμως η παράδοσις του Αυγουστίνου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι πρώτοι Φράγκοι θεολόγοι και πνευματικοί τους πατέρες διάβαζαν παρά πολύ τον Αυγουστίνο και σχεδόν καθόλου τους άλλους Πατέρες της Εκκλησίας. Οπότε μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια είναι πολύ παράδοξο το να ισχυρίζωνται οι Δυτικοί ότι εκείνοι μόνον καταλαβαίνουν την Πατερική παράδοσι και ότι εμείς παρεκκλίναμε από αυτήν. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι εμείς από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό και μετά είμαστε μία ειδωλολατρική μορφή του Χριστιανισμού(!)116.

 

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια γίνεται λοιπόν στην Δύσι η συζήτησις επάνω στα διάφορα κατηγορήματα της Πατερικής θεολογίας. Στην Δύσι για κάποιο λόγο δέχθηκαν ότι η ουσία και η ενέργεια του Θεού είναι το ίδιο πράγμα. Ταυτίζουν δηλαδή την ουσία με την ενέργεια του Θεού. Μάλιστα υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι και ο ίδιος ο Αυγουστίνος εταύτιζε την ουσία με την ενέργεια του Θεού. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται καθαρά στα πρώτα συγγράμματά του. Φαίνεται δηλαδή ότι με έναν τρόπο καθαρά φιλοσοφικό εταύτιζε την ουσία με την ενέργεια του Θεού. Ο ίδιος επίσης διατείνεται επανειλημμένως ότι ο Θεός είναι una substantia(μία ουσία) και ό,τι υπάρχει στον Θεό ταυτίζεται με αυτήν την unasubstantia. Αυτά τα λέγει ο Αυγουστίνος όχι μία, αλλά πολλές φορές.

 

Έτσι φαίνεται ότι οι Γερμανικές φυλές του Μεσαίωνα υιοθέτησαν αυτήν την διδασκαλία. Αυτή λοιπόν η ταύτισις της ουσίας και της ενεργείας στον Θεό έγινε πλέον η σπονδυλική στήλη της Σχολαστικής παραδόσεως. Σ’ αυτήν όμως την γραμμή υπάρχουν και ωρισμένες παραλλαγές. Μερικοί εξ αυτών κάνουν διάκρισι μεταξύ ουσίας και προσόντων (attributia) στον Θεό. Σ’ αυτήν την εξέλιξι της Δύσεως οι εκπρόσωποι των τριών επικρατεστέρων τάσεων είναι ο Θωμάς Ακινάτης από το ένα μέρος, ο Duns Scotus από το δεύτερο μέρος και ο Γουλιέλμος Ockham από το τρίτο μέρος.

 

Ο Duns Scotus, του οποίου οι οπαδοί λέγονται Σκωτισταί, κάνει μία διάκρισι μεταξύ των προσόντων (attributia) και της ουσίας του Θεού, που μοιάζει κατά κάποιο τρόπο με την Ορθόδοξη διάκρισι μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας του Θεού. Μοιάζει μεν, αλλά δεν ταυτίζεται, διότι η διάκρισίς του είναι καθαρά φιλοσοφική, ενώ η Ορθόδοξη διάκρισις είναι καθαρά εμπειρική. Γι’ αυτό και η διάκρισίς του αυτή ονομάζεται και οντολογική ή μεταφυσική.

 

Στην αρχαία Εκκλησία τέτοιες διακρίσεις, οντολογικές ή μεταφυσικές, φιλοσοφικές δηλαδή, μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας του Θεού έκαναν συστηματικά οι αιρετικοί. Οι πιστοί της αρχαίας Εκκλησίας έκαναν και αυτοί διάκρισι, που ήταν όμως καθαρά εμπειρική, αφού εβασίζετο στην εμπειρία του φωτισμού και της θεώσεως.

 

 

 

 

 

 

 

63. Πως οι Πατέρες θεολογούν

 

 

Στην Ορθόδοξη Παράδοσι όμως οι Πατέρες πως θεολογούν; Οι Πατέρες πρώτον επικαλούνται την Αγία Γραφή για να υποστηρίξουν την διδασκαλία της Εκκλησίας. Επί πλέον όμως επικαλούνται και την εμπειρία των ζώντων θεουμένων, όταν εμφανισθή μία αίρεσις. Όταν εμφανίσθηκε η αίρεσις του Αρείου, οι Πατέρες επεκαλέσθησαν και την εμπειρία των θεουμένων που ζούσαν κατά την εποχή της Αρειανικής διαμάχης. Έτσι έχομε δύο ειδών επιχειρήματα. Για να είναι όμως κάτι Ορθόδοξο, πρέπει αυτό τα δύο να είναι συμβατά μεταξύ τους είτε να ταυτίζωνται είτε να είναι αλληλοσυμπληρούμενα. Όχι αλληλοσυγκρουόμενα. Η βασική επιχειρηματολογία πηγάζει από την Αγία Γραφή.

 

Η επισφράγισις όμως της επιχειρηματολογίας αυτής καθώς και η επιβεβαίωσις της γνησιότητός Της γίνονται πάντοτε βάσει της κατατεθειμένης εμπειρίας των Πατέρων και των κεκοιμημένων Αγίων της Εκκλησίας, καθώς και της εμπειρίας των ζώντων Αγίων της εποχής κατά την οποία εμφανίζεται μία αίρεσις.

 

Το ίδιο όμως συμβαίνει σε κάθε επιστήμη. Π.χ. στην Αστρονομία, αν διαβάσωμε τα Κινεζικά χειρόγραφα, θα δούμε ότι την 12η Ιουλίου 1054 έγινε μία μεγάλη έκρηξις στο σύμπαν, την οποία οι Κινέζοι αστρονόμοι μπόρεσαν και κατέγραψαν. Επί δύο εβδομάδες έβλεπαν το φως από την έκρηξι αυτή. Εδώ δηλαδή έχομε ένα Κινέζικο σύγγραμμα, το οποίο αναφέρει αυτό το γεγονός. Εμείς σήμερα το διαβάζομε και μπορούμε να πούμε «κουραφέξαλα…»!117 Όμως οι σημερινοί αστρονόμοι πιστοποίησαν ότι πράγματι συνέβη τότε αυτή η έκρηξις (μία σουπερνόβα), το δε αποτέλεσμά της ήταν ένα νεφέλωμα που του έδωσαν το όνομα Crab Nebula. Εδώ δηλαδή βλέπομε ότι έχομε μία κατατεθειμένη γραπτή μαρτυρία για ένα φαινόμενο, το οποίο επιβεβαιώνεται από την εμπειρία των σημερινών αστρονόμων.

 

Κατά παρόμοιο τρόπο έχομε κατατεθειμένη στην Αγία Γραφή την εμπειρία των Προφητών και των Αποστόλων. Πως όμως θα γίνη η πιστοποίησις αυτής της εμπειρίας τους σήμερα; Πως θα βεβαιωθούμε ότι τα πράγματα είναι έτσι όπως περιγράφονται στην Αγία Γραφή προκειμένου περί του Θεού και του Χριστού; Από Πατερικής απόψεως αυτό γίνεται βάσει της προσωπικής εμπειρίας εκείνων των ζώντων Αγίων σε κάθε εποχή, οι οποίοι έφθασαν να δουν τον Χριστόν εν δόξη και οι οποίοι μπορούν να διαβεβαιώσουν τους ανθρώπους της εποχής τους για την αλήθεια των αναφερομένων στην Αγία Γραφή.

 

Εκτός δηλαδή από την προσωπική εμπειρία των Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι είχαν την ίδια εμπειρία με τους Προφήτες και τους Αποστόλους, έχομε επί πλέον και την εμπειρία των ζώντων Αγίων σε κάθε εποχή. Η παράδοσις της εμπειρίας της θεώσεως βλέπομε να συνεχίζεται ολοζώντανη μέχρι το τέλος της Τουρκοκρατίας και να δεσπόζη στην συνείδησι των Ορθοδόξων118.

 

Έτσι υπάρχουν Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι στον αγώνα τους εναντίον των αιρετικών επικαλούνται και την προσωπική τους εμπειρία, της θεώσεως. Π.χ. ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος επικαλείται και την προσωπική του εμπειρία στον αγώνα του εναντίον των Ευνομιανών.

 

Αλλά το θέμα είναι αν καταλαβαίνωμε την σχέσι μεταξύ του γραπτού κειμένου της Αγία Γραφής και της υπαρχούσης σήμερα εμπειρίας. Το αν βέβαια η σημερινή εμπειρία είναι σωστή, είναι άλλο θέμα. Θα το εξετάσωμε αυτό ξεχωριστά. Το θέμα μας είναι το ίδιο, όπως στην Αστρονομία. Υπάρχει η γραπτή Αστρονομία, υπάρχει και η έμπρακτος, η εμπειρική Αστρονομία. Η ίδια σχέσις που υπάρχει μεταξύ της κατατεθειμένης στα συγγράμματα Αστρονομίας και της Αστρονομίας του σημερινού τηλεσκοπίου, υπάρχει και στην Αγία Γραφή, μεταξύ αφ’ ενός της κατατεθειμένης στην Αγία Γραφή εμπειρίας του δοξασμού των Προφητών και των Αποστόλων ως και της κατατεθειμένης εμπειρίας της θεώσεως μέσα στην Πατερική παράδοση και αφ’ ετέρου της σημερινής εμπειρίας των ζώντων Αγίων.

 

Αν τώρα αγνοήσωμε την υπάρχουσα σημερινή εμπειρία των ζώντων Αγίων, είναι σαν να αγνοούμε την εμπειρική Αστρονομία του τηλεσκοπίου και να επαναπαυώμεθα μόνο στην κατατεθειμένη στα βιβλία Αστρονομία. Που σημαίνει ότι, αν για κάποιο λόγο οι σημερινοί αστρονόμοι μείνουν κάποτε μόνο με όσα περιγράφουν τα βιβλία περί Αστρονομίας, χωρίς να έχουν την δυνατότητα να επιβεβαιώσουν με την παρατήρησι δια των τηλεσκοπίων τα όσα αναφέρουν αυτά τα βιβλία της Αστρονομίας, αυτή θα είναι Ορθόδοξη Αστρονομία ή αιρετική Αστρονομία; Ασφαλώς αιρετική Αστρονομία, δηλαδή όχι γνήσια. Διότι πως θα μπορούσε να ήταν γνήσια, αφού δεν θα μπορούσε να επιβεβαιωθή εμπειρικά με την παρατήρησι; Εξ άλλου ποτέ μία περιγραφή δεν μπορεί να αποδώση πλήρως την ζώσα εμπειρία και πραγματικότητα.

 

Το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις θετικές επιστήμες, το ίδιο συμβαίνει και στην Θεολογία. Η ζώσα εμπειρία είναι εκείνη που ελέγχει την γνησιότητα ή μη της κατατεθειμένης γραπτής ή προφορικής παραδόσεως.

 

Ερώτησις επ’ αμφιθεάτρω: Δεν είναι αρκετή η μαρτυρία της Αγία Γραφής; Γιατί να είναι απαραίτητη η εμπειρία της θεώσεως για την πιστοποίησι της αληθείας της Αγίας Γραφής;

 

Απάντησις: Διότι με την εισαγωγή της Νεοελληνικής θεολογίας κάθονται σήμερα οι Ορθόδοξοι στην Ελλάδα και ασχολούνται με την Αγία Γραφή ανεξάρτητα από τις προϋποθέσεις της. Και έχει γίνει η Αγία Γραφή ένα βιβλίο ξεχωριστό από την εμπειρία των Προφητών και των Αποστόλων. Ενώ η ίδια η Αγία Γραφή μιλάη για την εμπειρία της θεώσεως των Προφητών και των Αποστόλων, η Νεοελληνική Θεολογία ούτε ξέρει ούτε ασχολείται με το ότι η Αγία Γραφή μιλάει γι’ αυτό το θέμα.

 

Ως απόδειξι πάρτε τα μοντέρνα θεολογικά συγγράμματα. Δεν θα βρήτε πουθενά να μιλάνε για την θέωσι και τον δοξασμό των Αποστόλων και των Προφητών. Δηλαδή έχει εξαφανισθή από την Ερμηνευτική της Αγία Γραφής στην σημερινή Ελλάδα119 αυτή η Πατερική ερμηνεία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Γιατί;

 

Διότι οι ιδικοί μας ερμηνευτές της Αγίας Γραφής τόσο πολύ έχουν επηρεασθή από τους Ρώσσους,  τους Προτεστάντες και τους Παπικούς, ώστε δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τους την Πατερική μέθοδο ερμηνείας της Αγίας Γραφής.

 

Έχομε την Παλαιά Διαθήκη, έχομε την Καινή Διαθήκη, έχομε τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, έχομε την Πατερική παράδοσι. Παρ’ όλα αυτά όμως έχομε σήμερα ανθρώπους στην Ελλάδα, οι οποίοι λένε ότι είναι συντηρητικοί, οι οποίοι όμως αποδέχονται την Παράδοσι από μία τυφλή αφοσίωσι στην Παράδοσι, δηλαδή μόνο τυπικά.

 

Εάν κάποιος δεν γνωρίζη τα θεμέλια της Προφητικής, της Αποστολικής και της Πατερικής εμπειρίας, που είναι και τα θεμέλια των δογμάτων, πως θα μπορέση να υποστηρίξη τα Ορθόδοξα δόγματα χωρίς να κάνη αναφορά στις εμπειρίες των Πατέρων; Μόνο από ό,τι αναφέρει η Αγία Γραφή; Αν κάνη αναφορά μόνο στην Αγία Γραφή και όχι στις Πατερικές εμπειρίες, δεν θα μπορέση να εξηγήση πως οι Πατέρες εδογμάτισαν και θα υποχρεωθή έτσι να συμφωνήση με τους ετεροδόξους, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι οι Πατέρες φιλοσοφούσαν (!), όταν εδογμάτιζαν με βάσι τα αναφερόμενα στην Αγία Γραφή. Η αλήθεια είναι όμως ότι οι Πατέρες εδογμάτισαν βάσει της εμπειρίας τους της θεώσεως, και όχι μετά από φιλοσοφικό στοχασμό επάνω στα αναφερόμενα στην Αγία Γραφή.

 

Έτσι εμφανίζεται η παράδοξη παράδοσι ότι, όταν η Νεοελληνική Θεολογία παρεξέκλινε από την ησυχαστική παράδοσι, η οποία διεσώζετο μέχρι το τέλος της Τουρκοκρατίας, υποχρεώθηκε, χωρίς να το καταλάβη, να πάρη τον δρόμο των φιλοσόφων Πατέρων της Εκκλησίας (Αυγουστίνου κλπ.). Ο δε δρόμος αυτός είναι να εμφανίζωνται οι Πατέρες ως φιλόσοφοι πλέον, οι οποίοι στοχάζονται φιλοσοφικώς βάσει του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος, για να διατυπώσουν τα δόγματα, πράγμα που δεν είναι η περιγραφή της Πατερικής παραδόσεως, αλλά μία καθαρή καρικατούρα.

 

Οπότε εξ επόψεως καθαρά επιστημονικής επιβάλλεται στον Ορθόδοξο να ξεδιπλώση την ιστορική πορεία της Ορθοδόξου θεολογίας βάσει της Πατερικής μεθοδολογίας, για να μπορέση να καταλάβη που βρισκόμαστε σήμερα. Εάν δεν το κάνη αυτό, τότε η Ορθοδοξία δεν μπορεί να σταθή. Διότι μία τέτοια Ορθοδοξία εξ επόψεως επιστημονικής είναι μία καθαρή βλακεία120. Και τούτο διότι όποιος γνωρίζει καλά την μοντέρνα φιλοσοφική μέθοδο, την επιστημονική μέθοδο, την ιστορία της φιλοσοφίας, καθώς και την ιστορία της Θεολογίας (με τον τρόπο που ασχολούνται οι ετερόδοξοι), θα δη ότι η Ορθοδοξία μπορεί μόνο με στρατιωτικές δυνάμεις να σταθή και ότι δεν πείθεται κανείς σοβαρός άνθρωπος για την αλήθεια και την ισχύ των Ορθοδόξων δογμάτων με αυτόν τον τρόπο.

 

Και ο πρώτος, που δεν θα επειθόμην, θα ήμουν εγώ. Διότι, αν η Ορθοδοξία ήταν αυτή που διδάσκουν τα Νεοελληνικά εγχειρίδια, εγώ σήμερα θα ήμουν άθεος. Η Ορθόδοξη διδασκαλία δηλαδή αποκομμένη από τα θεμέλια της, είναι μία σκέτη βλακεία. Και η Αγία Τριάδα και η Ενσάρκωσις κλπ. Διότι τι σημαίνει π.χ. το «μία ουσία, τρεις υποστάσεις»; Εάν αυτή η διατύπωσις είναι αποκομμένη από την εμπειρία της θεώσεως, δηλαδή της Μεταμορφώσεως και της Πεντηκοστής, δεν σημαίνει λογικά απολύτως τίποτε.

 

Μετά, ποιος είναι ο σκοπός της θεολογίας; Μήπως είναι το να έχω ένα θείο δόγμα για να το βάλω επάνω στο ντουλάπι μου και να το προσκυνάω; Ή μήπως είναι το να έχω ένα δόγμα για να κάνω ηθικολογία;

 

Το θέμα είναι ότι ο κάθε άνθρωπος είναι άρρωστος από την Πατερική άποψι. Δεν υπάρχει ένας άνθρωπος που να είναι φυσιολογικός, εκτός από τους Αγίους. Σήμερα το τι είναι φυσιολογικός άνθρωπος, είναι κάτι που κρίνει ο καθένας με τα ιδικά του κριτήρια. Ποιος όμως είναι ο πραγματικά φυσιολογικός; Ποιος είναι ο τρελλός και ποιος δεν είναι; Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που είναι τόσο πολύ αφύσικοι, ώστε τους κλείνουν μέσα σε τρελλοκομεία, επειδή είναι επικίνδυνοι είτε για τον εαυτό τους είτε για την κοινωνία. Υπάρχουν όμως και πολλοί άλλοι, που είναι εξ ίσου επικίνδυνοι, που δεν είναι όμως κλεισμένοι στα τρελλοκομεία. Πως λοιπόν μπορούμε να διακρίνωμε ποιος είναι νορμάλ και ποιος δεν είναι νορμάλ;

 

Έρχεται λοιπόν η Πατερική Θεολογία και λέγει ότι κανένας δεν είναι νορμάλ. Και επεξηγεί:

 

Ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο νοερά ενέργεια, η οποία είναι ένα φυσιολογικό συστατικό της ανθρωπίνης φύσεως, και η οποία δυστυχώς στον άνθρωπο δεν λειτουργεί καθόλου ή λειτουργεί υποτυπωδώς. Για να επαναλειτουργήση αυτή η νοερά ενέργεια, χρειάζεται να προηγηθή η θεραπεία της ανθρωπίνης προσωπικότητος.

 

Αυτές τώρα οι παράμετροι, δηλαδή η ανάγκη θεραπείας και η μέθοδος θεραπείας της ανθρωπίνης προσωπικότητος, συνιστούν την ουσία της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Αλλά δεν είναι μόνο η νοερά ενέργεια των Ορθοδόξων που πρέπει να θεραπευθή. Η νοερά ενέργεια δεν είναι Ορθόδοξη. Δηλαδή δεν είναι μόνον των Ορθοδόξων Χριστιανών αυτή η ανάγκη, αλλά όλων των ανθρώπων. Νουν έχει όλος ο κόσμος και ο νους αυτός πρέπει να θεραπευθή. Έτσι, όταν μιλάμε για Ορθόδοξη πνευματικότητα, όπως την εννοούν οι Πατέρες της Εκκλησίας, σημαίνει ότι μιλάμε για την θεραπεία του νοός όλων των ανθρώπων. Δηλαδή, η Ορθόδοξος πνευματικότης είναι μία θεραπευτική αγωγή, η οποία απευθύνεται προς όλους του ανθρώπους και είναι σχεδιασμένη να περιλάβη όλους τους ανθρώπους.

 

Λέγεται Ορθόδοξος, επειδή δεν μπορεί κάποιος να θεραπευθή, αν δεν έχη ασπασθή το Ορθόδοξο δόγμα αν, δηλαδή, δεν έχη Ορθόδοξη δογματική συνείδησι. Εδώ ο σκοπός του δόγματος δεν είναι να καθυποτάξη τον άνθρωπο και να τον εγκλωβίση μέσα σε κάποια θρησκευτικά πλαίσια, αλλά να βοηθήση τον άνθρωπο να θεραπευθή. Το δόγμα καθ’ εαυτό δεν έχει κανέναν άλλο σκοπό, εκτός από το να οδηγήση τον άνθρωπο προς την θεραπεία αυτή.

 

Τώρα ποια είναι η δυσκολία της Νεοελληνικής θεολογίας; Είναι το ότι, ενώ οι Πατέρες αναγνωρίζουν την ύπαρξι του νοός σε όλους τους ανθρώπους121, καθώς και την ανάγκη θεραπείας του, η Νεοελληνική Θεολογία, η μοντέρνα δηλαδή Ορθοδοξία, δεν αναγνωρίζει αυτήν την ανάγκη! Εάν δεν ξανατεθή η θεραπευτική αγωγή του νοός στα θεμέλια της μοντέρνας Ορθοδοξίας, εάν δεν επανέλθη δηλαδή το Πατερικό θεμέλιο, τότε δεν θα έχωμε ως συνέπεια μόνον ότι το δόγμα αποκόπτεται από τα θεμέλια του και γίνεται αθεμελίωτο και ακατανόητο, αλλά θα έχωμε και το ότι η Ορθοδοξία θα ξεφεύγη από τον κύριο σκοπό της, το κύριο έργο της και έτσι δεν θα μπορή να σταθή.

 

Θα είναι σαν ένας ουρανοξύστης, ο οποίος δεν θα κάθεται επάνω σε θεμέλια, αλλά επάνω σε ένα σύννεφο. Αν ένας κοινός άνθρωπος δη μία τέτοια εικόνα, τι θα πη; Θα πη: ότι αυτό είναι μία βλακεία! Και αν θα υπάρξουν μερικοί που θα πιστέψουν ότι είναι δυνατόν ένας ουρανοξύστης να κάθεται επάνω σε ένα σύννεφο, αυτοί δεν θα είναι βλάκες; Τι άλλο μπορεί να είναι δηλαδή; Έτσι λοιπόν, αν ξεκόψης το δόγμα από το θεμέλιο του, καταντά να είναι ακατανόητο εξ επόψεως προελεύσεως.

 

Οπότε τι κάνουν τώρα οι Νεοέλληνες θεολόγοι; Έβγαλαν την εμπειρία της θεώσεως από τα θεμέλια των δογμάτων και στην θέσι της έβαλαν την Αγία Γραφή. Βέβαια μέσα της η Αγία Γραφή περιγράφει την εμπειρία της θεώσεως, των Προφητών και των Αποστόλων. Λέγει δηλαδή ότι εδοξάσθη ο τάδε και ο τάδε. Και ναι μεν στην Αγία Γραφή αναφέρεται ότι όλοι οι Προφήτες είδαν την δόξαν του Θεού, όταν όμως δεν υπάρχη ο έλεγχος αυτής της εμπειρίας, τότε ο καθένας αρχίζει να ερμηνεύη εκείνα που αναφέρει η Αγία Γραφή κατά την φαντασία του.

 

 Διαβάζει π.χ. κάποιος ότι ο Χριστός ανελήφθη στον ουρανό μέσα σε νεφέλη. Από την μία μεριά, αν είναι ένας σκεπτόμενος άνθρωπος, που δεν έχει σχέσι με την εμπειρία της θεώσεως ούτε έχει ακούσει τίποτε σχετικό, άμα διαβάση κάτι τέτοιο, θα γελάση. Θα πη δηλαδή: Πως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να κάθεται επάνω σε σύννεφο; Από την άλλη μεριά, αν είναι ένας δεισιδαίμων Ορθόδοξος, θα πη: Α, έκανε και αυτό το θαύμα ο Χριστούλης μας! Κάθησε επάνω σε σύννεφο και ανέβηκε στον ουρανό. Και θα το πιστεύη αυτό. Ένας άλλος πάλι ίσως νομίσει ότι ο Χριστός κατά την Ανάληψί Του άρχισε να ανυψώνεται επάνω σε ένα σύννεφο, όπως ανεβαίνει ένα ασσανσέρ!

 

Κατά τους Πατέρες όμως αυτή η νεφέλη δεν είναι μία κτιστή νεφέλη, ένα σύνολο δηλαδή υδρατμών. Η νεφέλη αυτή είναι η άκτιστη δόξα του Θεού. Στην Αγία Γραφή η δόξα του Θεού λέγεται και νεφέλη και φως και πυρ. Όταν η Αγία Γραφή αναφέρη για στήλη πυρός ή στήλη νεφέλης, η οποία επροπορεύετο των Ισραηλιτών στην έρημο, και τα δύο είναι το ίδιο πράγμα. Είναι δηλαδή η δόξα του Θεού. Οπότε ο Χριστός δεν ανελήφθη μέσα ή επάνω σε σύννεφο υδρατμών ούτε ανέβαινε στον ουρανό σαν με ασσανσέρ, αλλ’ ανελήφθη εν δόξη, όπως λέγει και το Απολυτίκιο της εορτής της Μεταμορφώσεως. Δηλαδή, ο Χριστός απλώς εξαφανίσθηκε μέσα σε άκτιστη δόξα μπροστά στα μάτια των Αποστόλων.

 

 Με την αποκοπή λοιπόν των δογμάτων από τα θεμέλια τους, τα δόγματα μένουν αστήρικτα. Γι’ αυτό και σήμερα 122 στην Ελλάδα η Εκκλησία περνάει μία κρίσι123. Γιατί; Διότι μετά τον πόλεμο του ‘40 πήγαν τα Ελληνόπουλα στα Κατηχητικά Σχολεία του Νεοελληνισμού και εκεί έμαθαν τους ευσεβισμούς, έμαθαν την νέα ερμηνεία της Αγία Γραφής Προτεσταντικού τύπου, την νέα ερμηνεία των δογμάτων, την νέα Ορθοδοξία κλπ… και γέμισαν από ηθικολογία και πουριτανισμό. Και βέβαια αυτά τα έμαθαν ως συνθήματα. Και ποιος ξέρει πόσοι από σας περάσατε από τέτοια Κατηχητικά σχολεία. Γεμάτα συνθήματα και τραγουδάκια. Με τραγούδια δηλαδή «Ω Χριστέ μας, ω Χριστέ μας…», τους έμαθαν Ορθοδοξία.

 

Μετά τι συνέβη; Όσοι πήγαν σε τέτοια Κατηχητικά σχολεία τι έπαθαν; Κλονίστηκε η πίστις τους, διότι δεν είχε θεμέλιο και τους έμεινε ο πουριτανισμός. Γι’ αυτό έχομε σήμερα στην Ελλάδα ηθικιστές πολιτικούς, που κάνουν δηλαδή ηθικολογία. Αυτοί οι πολιτικοί αντί να χρησιμοποιήσουν τον Νόμο ως κριτήριο εννόμου τάξεως, χρησιμοποιούν ηθικά κριτήρια για την αξιολόγησι της συμπεριφοράς των πολιτών (το καλός και το κακός δηλαδή). Γι’ αυτό και στην Ελλάδα σήμερα, κινδυνεύει η Δημοκρατία. Επειδή ταυτίζουν τον Νόμο με την ηθική, οπότε δεν μπορεί να έχη κανείς Δημοκρατία, αφού δεν μπορή να ανεχθή τους «κακούς».

 

Έτσι τώρα, που είναι κλονισμένη η πίστις σ’ αυτούς τους ανθρώπους, πως θα γίνουν Ορθόδοξοι; Σας διαβεβαιώ ότι σήμερα με την ελεύθερη διακίνησι των ιδεών, που υπάρχει, αυτή η Ορθοδοξία του Νεοελληνισμού θα θαφτή. Το εάν θαφτή από υλιστική ιδεολογία (Μαρξισμό, Υπαρξισμό, Αθεϊσμό κλπ.) ή εάν θαφτή από την αναβίωσι της Πατερικής παραδόσεως, είναι άλλο θέμα. Το σίγουρο πάντως είναι ότι θα θαφτή. Δεν μπορεί να επιβιώση. Ίσως αναζωογονηθή η Πατερική παράδοσις και αυτή θάψη αυτήν την ψευτοορθοδοξία. Αλλά, εάν δεν την θάψη η Πατερική παράδοσις, θα την θάψη σίγουρα η μοντέρνα επιστημονική σκέψις. Και τούτο διότι δεν μπορεί να σταθή σήμερα μία ερμηνεία της Αγία Γραφής, η οποία δεν συνδέεται με την θεολογική μέθοδο της Αγία Γραφής.

 

Η δε θεολογική μέθοδος της Αγίας Γραφής στηρίζεται στην εμπειρία του δοξασμού και της θεώσεως. Που το ξέρομε αυτό; Διαβάστε την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Θα δήτε εκεί πόσο συχνά αναφέρεται ότι εδοξάσθη ένας Προφήτης, δηλαδή ότι είδε την δόξα του Θεού, είδε τον Άγγελο της δόξης, είδε τον Θεό κλπ. Tο ίδιο πράγμα συμβαίνει και στην Καινή Διαθήκη. Αυτή είναι η Αγία Γραφή, δηλαδή μία περιγραφή των αποκαλύψεων του Χριστού προ και μετά την Ενσάρκωσι.

 

Το αν κάνωμε τώρα σωστή ερμηνεία της Αγίας Γραφής, αυτό είναι το θέμα. Δηλαδή πως ξέρομε ότι μία αποκάλυψις του Χριστού, δηλαδή μία εμπειρία θεώσεως που αναφέρεται στην Αγία Γραφή, είναι αληθινή; Πως διακρίνομε, εάν ένας, που λέγει ότι είδε τον Θεό, είναι προφήτης ή ψευδοπροφήτης; Ο αληθινός, ο γνήσιος προφήτης, είναι εκείνος που έχει φθάσει σε θέωσι κατά τον απόστολο Παύλο. Kατ’ αντιδιαστολήν ο ψευδοπροφήτης είναι εκείνος που λέγει ότι έχει φθάσει σε θέωσι, χωρίς όμως να έχη φθάσει σε θέωσι.

 

Τα περί δημιουργίας του κόσμου ξέρει όποιος έχει φθάσει στην θέωσι, διότι σ’ αυτήν την κατάστασι βλέπει τα εκ του Πατρός και τα εκ του μη όντος. Δηλαδή βλέπει εκείνα που είναι από το μη ον, αλλά εξαρτώνται από την βούλησι του Θεού· βλέπει επίσης εκείνα που είναι από τον Θεόν. Αυτά δε τα τελευταία είναι τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, η ουσία, η φυσική ενέργεια της ουσίας, το κράτος, η βασιλεία, η δόξα, η ενέργεια του Θεού, που πολλαπλασιάζεται απολλαπλασιάστως στους πολλούς κλπ. Ό,τι προέρχεται και υπάρχει από τον Πατέρα και όχι από το μη ον, είναι άκτιστο, ενώ ότι προέρχεται από το μη ον είναι κτιστό.

 

Βάσει αυτής της εμπειρίας της θεώσεως εγράφησαν όσα εγράφησαν περί της δημιουργίας του κόσμου στην Αγία Γραφή. Η Αγία Γραφή δεν τα πήρε αυτά που λέγει «από τον ουρανό», δεν εγράφησαν ουρανοκατέβατα δηλαδή, ούτε η Αγία Γραφή ήλθε από τον ουρανό, όπως λένε οι Μουσουλμάνοι ότι ήλθε το Κοράνιο, οι οποίοι πιστεύουν ότι το Κοράνιο είναι άκτιστο. Ούτε είναι η Αγία Γραφή μία νοησιαρχική αποκάλυψις. Αποκομμένη δηλαδή από την εμπειρία της θεώσεως.

 

Η Αγία Γραφή μιλάει για εμπειρίες Προφητών και Αποστόλων, μιλάει για δοξασμό, μιλάει για προσευχή του Αγίου Πνεύματος. Οπότε βλέπομε ότι μέσα στην Αγία Γραφή υπάρχει μία παράδοσις προ της εμφανίσεως της Αγίας Γραφής, πριν δηλαδή από την συγγραφή της Πεντατεύχου από τον Μωϋσέα. Η Αγία Γραφή εμφανίζεται σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή μέσα στην ιστορία. Ο πυρήνας όμως της Αγίας Γραφής υπάρχει πριν την εμφάνισί της ως γραπτού κειμένου. Ποιος όμως είναι αυτός ο πυρήνας; Είναι η κοινωνία των Πατριαρχών και των Προφητών μετά του Θεού. Οπότε ο κεντρικός άξονας της Βιβλικής παραδόσεως δεν είναι το βιβλίο της Αγίας Γραφής, αλλά οι εμπειρίες θεώσεως των Πατριαρχών και των Προφητών.

 

Η Αγία Γραφή τότε τι κάνει; Απλώς καταθέτει γραπτώς την περιγραφή αυτών των εμπειριών, οι οποίες όμως ουσιαστικά δεν μπορούν να περιγραφούν, διότι είναι στην κυριολεξία απερίγραπτες, αφού είναι υπεράνω της λογικής του ανθρώπου. Η Αγία Γραφή δεν έχει ως σκοπό να περιγράψη τον Θεό, διότι ο Θεός είναι απερίγραπτος. Η Αγία Γραφή έχει σκοπό να οδηγήση τον άνθρωπο σε ένωσι με τον Θεό. Γι’ αυτόν τον λόγο η γλώσσα της Αγίας Γραφής είναι συμβολική, όταν μιλάη για τον Θεό. Διότι ο Προφήτης αναγκάζεται να χρησιμοποιήση νοήματα, σχήματα και εικόνες παρμένες από την ανθρώπινη εμπειρία για να περιγράψη το άκτιστο, που είναι απερίγραπτο.

 

 

 

 

 

 

 

 

64. Τα θεμέλια της εμπειρίας της θεώσεως

 

 

Ποια είναι τώρα τα θεμέλια της εμπειρίας της θεώσεως; Από εμπειρικής απόψεως η διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας στο Θεό βασίζεται στο γεγονός ότι ο ορώμενος, δηλαδή ο Λόγος, είναι η φυσική πηγή της δόξης του Θεού, στην οποία ο άνθρωπος μετέχει κατά χάριν, καθώς και στο ότι ο άνθρωπος δεν γίνεται ποτέ κατά την μέθεξι κατά φύσιν θεός, αλλά μόνο κατά χάριν θεός. Η μέθεξις στην Θεία δόξα είναι ένα δώρο στον άνθρωπο από τον Θεό. Αυτό είναι το ένα βασικό θεμέλιο κάθε εμπειρίας θεώσεως. Το άλλο θεμέλιο είναι ότι δεν είναι το ίδιο η δόξα του Λόγου και η ουσία του Λόγου. Μετέχοντας κανείς στην δόξα του Λόγου δεν μετέχει και στην ουσία του Λόγου. Μετέχει δηλαδή κανείς στην ενέργεια του Λόγου, αλλά δεν μετέχει στο είναι του Λόγου.

 

Αυτός όμως ο Λόγος, που είναι η φυσική πηγή της δόξης, μετέχει στην ουσία του Αρχετύπου, που είναι ο Πατέρας, οπότε η σχέσις του Πατέρα με τον Λόγο είναι μία φυσική και ουσιαστική σχέσις και δεν είναι μία κατά χάριν σχέσις. Διότι, ο Λόγος είναι κατά φύσιν Θεός και όχι κατά χάριν Θεός. Έχει την δόξα από τον Πατέρα κατά φύσιν και όχι κατά χάριν. Ο Πατέρας δίδει την δόξα Του στον Λόγο, αλλά δεν δίδει και την πατρότητά Του στον Λόγο.

 

Οπότε έχομε εδώ μία σχέσι κατά την οποία ο Πατέρας είναι η πηγή της υπάρξεως του Λόγου, αλλά δεν είναι η πηγή της υπάρξεως της δόξης του Λόγου. Διότι ο Πατέρας δίδει την ίδια την ιδική Του δόξα στον Λόγο, οπότε και ο Λόγος γίνεται φυσική πηγή της δόξης. Ώστε η δόξα του Λόγου είναι όχι μόνο του Λόγου, αλλά και του Πατρός. Η ύπαρξις όμως του Λόγου είναι εκ του Πατρός, αλλά δεν είναι η ύπαρξις του Πατρός. Ο Λόγος δεν είναι ο Πατέρας. Άλλος είναι ο Λόγος και άλλος ο Πατέρας. Οπότε έχομε Θεό Πατέρα και Θεό Λόγο. Παρά ταύτα δεν έχομε δύο Θεούς, αλλά έχομε μία Θεότητα, διότι έχουν την ίδια φύσι και δόξα.

 

Αυτές οι διακρίσεις βασίζονται στην αντίληψι του θεουμένου ότι δεν είναι ο ίδιος ο θεούμενος κατά την φύσιν Θεός, οπότε μετέχει όχι στην ύπαρξι του Θεού, αλλά στην ενέργεια του Θεού, καθώς και στο ότι αυτή η Χάρις της θεώσεως είναι δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο. Ο Λόγος μετέχει στην δόξα του Πατρός κατά φύσιν, όχι κατά χάριν. Ο άνθρωπος όμως μετέχει κατά χάριν. Και στην Παλαιά Διαθήκη και στην Καινή Διαθήκη ο Λόγος μετέχει στην δόξα του Πατρός κατά φύσιν. Με την Ενσάρκωσι όμως παρεμβάλλεται και η ανθρώπινη φύσις του Λόγου, η οποία είναι ενωμένη με τον Λόγον όχι κατά χάριν, αλλά κατά φύσιν. Έχομε στο πρόσωπο του Χριστού φυσική ένωσι, υποστατική ένωσι των δύο φύσεων του Χριστού, της Θείας και της ανθρωπίνης. Όχι χαρισματική ένωσι. Δηλαδή ο Χριστός δεν είναι ένας Προφήτης124, αλλά ο ίδιος ο Λόγος που έγινε άνθρωπος.

 

Αυτή λοιπόν η γνώσις, που προέρχεται από την εμπειρία της θεώσεως, κατά την οποίαν ο άνθρωπος ενώνεται με την δόξαν του Λόγου και δια της δόξης του Λόγου με την δόξαν του Πατρός, αυτή η διάκρισις υποχρεώνει την Εκκλησία να κάνη σαφή διάκρισι μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας του Θεού. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται κατά χάριν θεός, όταν θεούται, ο δε Θεός έχει κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν σχέσεις με τον άνθρωπον, δεν έχει όμως μαζί του σχέσεις κατ’ ουσίαν ούτε φυσική σχέσι.

 

Ο Θεός μόνο στην Ενσάρκωσι έχει φυσική, υποστατική ένωσι με την ανθρωπίνη φύσιν εν τω σεσαρκωμένω Λόγω δηλαδή τον Χριστό. Η ένωσις μεταξύ ακτίστου και κτιστού στο πρόσωπο του Χριστού δεν είναι κατά Χάριν, αλλά κατά φύσιν. Ο Χριστός είναι κατά φύσιν Θεός. Στο πρόσωπο δηλαδή του Χριστού δεν έχομε να κάνωμε με μία χαρισματική ένωσι, αλλά με μία φυσική ένωσι της Θείας και της ανθρωπίνης φύσεως. Συγχρόνως όμως αυτή η ένωσις είναι και υποστατική, διότι με την ανθρωπίνη φύσι ενώθηκε όχι η υπόστασις του Πατρός, όχι η υπόστασις του Αγίου Πνεύματος, αλλά η υπόστασις του Λόγου (του Υιού). Αυτό πάλι πως το ξέρομε; Από την εμπειρία της θεώσεως. Στην εμπειρία της θεώσεως διαπιστώνεται, ότι η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού είναι ενωμένη με τον Λόγον και όχι με τον Πατέρα ή με το Άγιον Πνεύμα.

 

Έχομε λοιπόν πρώτον ότι, βλέποντας τον Χριστό, βλέπομε την πηγή της ακτίστου δόξης και δεύτερον ότι από τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος ενσαρκωμένος είναι μόνον ο Λόγος και όχι ο Πατήρ ή το Πνεύμα το Άγιον. Αν λάβωμε λοιπόν σφαιρικά υπ’ όψιν αυτές τις εμπειρίες, που είναι καθαρά Βιβλικές, βλέπομε αμέσως γιατί η Εκκλησία υποχρεώθηκε με την πάροδο του χρόνου να μιλάη για μία ουσία και τρεις υποστάσεις καθώς και για μία φυσική ενέργεια της ουσίας στον Θεό.

 

Επειδή ενσαρκώθηκε ο Λόγος και όχι ο Πατήρ ή το Πνεύμα το Άγιον, υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ των τριών υποστάσεων εξ επόψεως της Ενσαρκώσεως, η οποία είναι μία ακοινώνητος διαφορά. Οπότε στην Αγία Τριάδα έχομε τα ακοινώνητα, εκείνα δηλαδή που δεν κοινωνούνται, που είναι τα Πρόσωπα, δηλαδή η Πατρότης, η Υιότης και το Πνεύμα το Άγιον. Τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι ακοινώνητα μεταξύ τους.

Εδώ βέβαια στην Ελλάδα υπάρχουν μερικά συγγράμματα που μιλάνε για κοινωνία των Προσώπων της Αγίας Τριάδος.

 

Οι Πατέρες όμως δεν μιλάνε ποτέ για κοινωνία των Προσώπων στην Αγία Τριάδα. Μιλάνε αντιθέτως για το ακοινώνητο των Προσώπων. Κοινωνία στην Αγία Τριάδα έχομε μόνο στην ουσία και στην φυσική ενέργεια της ουσίας των Προσώπων. Εδώ υπάρχει ταυτότης ενεργειών και ταυτότης ουσίας. Αυτά, δηλαδή η ενέργεια και η ουσία, είναι τα κοινά στην Αγία Τριάδα. Οι υποστάσεις είναι τα ακοινώνητα. Αυτά τα ακοινώνητα είναι τα χαρακτηριστικά της κάθε υποστάσεως.

 

Και όλα αυτά γιατί; Διότι ο Πατήρ είναι η αιτία της υπάρξεως του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος. Δίνει δηλαδή την ύπαρξι στον Λόγο και στο Πνεύμα το Άγιο, στις υποστάσεις Τους, αλλά δεν δίνει την ύπαρξι στην ουσία και στην φυσική ενέργεια της ουσίας του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος. Δηλαδή η ουσία και η φυσική ενέργεια της ουσίας του Πατρός κοινωνεί με την ουσία και την φυσική ενέργεια της ουσίας του Λόγου, καθώς και με εκείνες του Αγίου Πνεύματος. Ο Πατήρ είναι όμως η αιτία της υπάρξεως της υποστάσεως του Λόγου και της υποστάσεως του Αγίου Πνεύματος.

 

Εξ επόψεως εκφράσεων θα μπορούσαν οι Πατέρες να χρησιμοποιήσουν και άλλες ορολογίες για να εκφράσουν αυτά τα Μυστήρια, τα οποία είναι στην ουσία ανέκφραστα. Η ορολογία όμως που επεκράτησε στην Εκκλησία, ήταν εκείνη που χρησιμοποιήθηκε στους αγώνες της εναντίον των αιρέσεων που αντιμετώπισε. Ανάλογα με τις αναφυόμενες αιρέσεις η Εκκλησία έκανε πάντα μία προσαρμογή στην ορολογία της για να διασαφηνίση και να θεμελιώση την διδασκαλία της έναντι συγκεκριμένων αιρέσεων.

 

 Γι’ αυτό και η ορολογία της διδασκαλίας της αναπτύχθηκε πάντα σε σχέσι με τις αναφυόμενες αιρέσεις και όχι από κάποια επιθυμία των θεολόγων της Εκκλησίας να εμβαθύνουν στην Ορθόδοξη Θεολογία. Δεν έκαναν δηλαδή οι Πατέρες μεταφυσική. Νοησιαρχική εμβάθυνσις στην Θεολογία δεν υπάρχει, στην Πατερική παράδοσι. Υπάρχει απλώς μία διασάφησις στην ορολογία και στην περιγραφή των Μυστηρίων της Εκκλησίας, όχι όμως προσπάθεια εμβαθύνσεως α’ αυτά.

 

Οπότε η ιστορία της Ορθοδόξου θεολογίας δεν είναι η ιστορία της προσπαθείας κάποιων θεολόγων που φιλοσοφούν επάνω τα δόγματα. Η μόνη εμβάθυνσις στα δόγματα από Ορθοδόξου απόψεως είναι η χρήσις τους επάνω στην προσπάθεια που κάνει κάποιος για να φθάση κάποιος στην κατάστασι του φωτισμού. Αυτή είναι η Ορθόδοξη εμβάθυνσις στα Μυστήρια και στα δόγματα και όχι η νοησιαρχική εμβάθυνσις της λογικής του με σκοπό να προσπαθήση να κατανοήση τα Μυστήρια ή τα δόγματα ή να εισέλθη στο βάθος τους. Τα δόγματα δεν κατανοούνται. Τα δόγματα καταργούνται στην εμπειρία της θεώσεως, διότι αντικαθίστανται από την ίδια την ζώσα αλήθεια, την οποία εκφράζουν. Τα δόγματα είναι απλοί οδηγοί προς τον Θεό. Όταν κανείς δη τον Θεό, τότε το δόγμα καταργείται.

 

Μέσα λοιπόν σ’ αυτά τα πλαίσια έχομε τις Πατερικές διακρίσεις μεταξύ ουσίας και ενεργείας, καθώς και μεταξύ των υποστάσεων στον Θεό. Επίσης έχομε την ορολογία Τρεις υποστάσεις, Μία ουσία, Φυσική ενέργεια της ουσίας, Θεία Χάρις, Ομοούσιος, Γέννησις, Εκπόρευσις κλπ.

Αυτά είναι φιλοσοφικές διακρίσεις; Δηλαδή οντολογικές ή μεταφυσικές; Η απάντησις είναι όχι, διότι είναι θεοειδείς διακρίσεις. Γίνονται θεοπρεπώς. Αυτές οι διακρίσεις εξ επόψεως της εμπειρίας της θεώσεως δεν έχουν καμμία σχέσι με φιλοσοφικό στοχασμό. Όσοι έκαναν φιλοσοφικό στοχασμό επάνω στα θέματα αυτά, έπεσαν σε αιρέσεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

65. Διάκρισις ουσίας και ενεργείας

 

 

Ποια τώρα είναι η διαφορά μεταξύ της φιλοσοφικής διακρίσεως ουσίας και ενεργείας, και της Πατερικής διακρίσεως ουσίας και ενεργείας;

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισε η αρχαία Εκκλησία ήταν η φιλοσοφία του Αριστοτέλους και ειδικότερα η διδασκαλία του Αριστοτέλους περί εντελεχείας. Αυτή λέγει ότι σε κάθε μεταβλητό υπάρχει το δυνάμει και το ενεργεία. Ο σπόρος π.χ. είναι δυνάμει δένδρο. Οπότε ο σπόρος δεν είναι τέλειος, αλλά ατελής. Ο σπόρος γίνεται τέλειος, όταν φυτεύεται, ποτίζεται, αυξάνει και αναπτύσσεται σε δένδρο. Η τελειοποίησις του σπόρου είναι η δενδροποίησίς του.

 

Σε όλα τα μεταβλητά υπάρχει κατά τον Αριστοτέλη αυτή η εντελέχεια, οπότε τελειοποιείται το μεταβλητό μεταβαίνοντας από το δυνάμει στο ενεργεία. Και αυτό ο Αριστοτέλης το παρετήρησε σε όλα τα μεταβλητά. Ξεχώρισε τα αμετάβλητα από τα μεταβλητά, ξεχώρισε δηλαδή τα μετά τα φυσικά, στα οποία δεν υπάρχει αυτή η αλλαγή από το δυνάμει στο ενεργεία, τα οποία γι’ αυτό είναι και αμετάβλητα. Είναι δε αμετάβλητα, διότι είναι τέλεια κατά την φύσι τους. Και γιατί είναι τέλεια κατά την φύσι τους; Διότι δεν είναι φυσικά, δεν αλλάζουν.

 

Για τον Αριστοτέλη μεταξύ των μετα-φυσικών είναι και τα άστρα, τα οποία είναι ορατά και τα οποία τότε για εκείνους ήταν και αμετάβλητα, επειδή πίστευαν ότι αμεταβλήτως κινούνται. Αυτή η Αριστοτελική φιλοσοφία δημιούργησε ωρισμένα σοβαρά προβλήματα στους Χριστιανούς, διότι έλεγαν οι φιλόσοφοι ότι ο Θεός των Χριστιανών δεν είναι Θεός, επειδή είναι μεταβλητός. Εφ’ όσον δηλαδή έλεγαν οι Χριστιανοί ότι κάποτε δεν υπήρχε ο κόσμος, αυτό για τους φιλοσόφους σήμαινε ότι τότε ο Θεός ήταν δυνάμει δημιουργός του κόσμου, έγινε δε μετά την Δημιουργία ενεργεία δημιουργός του κόσμου. Δηλαδή ο Θεός των Χριστιανών ήταν ατελής, διότι για να γίνη τέλειος δημιουργεί τον κόσμο, επειδή χρειάζεται τον κόσμο για να τελειοποιηθή.

 

 Ο Θεός τους δηλαδή, έλεγαν οι Αριστοτελικοί, δεν μπορεί να υπάρχη χωρίς τον κόσμο. Και όταν έλεγαν οι Χριστιανοί ότι ο Θεός αγαπά τους ανθρώπους, εκείνοι το ερμήνευαν κατά το πνεύμα του Πλάτωνος, ότι δηλαδή ο Θεός έχει έρωτα για τον κόσμο. Όμως ο έρωτας για τους Πλατωνικούς είναι μία αδυναμία. Διότι κατ’ αυτούς κάποιος έχει έρωτα για κάτι, επειδή το έχει ανάγκη. Λένε δηλαδή ότι εάν δεν έχης ανάγκη από κάτι, δεν έχεις έρωτα γι’ αυτό. Λοιπόν ο Θεός έχει ανάγκη από τον κόσμο, γι’ αυτό και ο Θεός έχει έρωτα για τον κόσμο.

 

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια δημιουργήθηκε η ανάγκη εκ μέρους ωρισμένων Χριστιανών να απαντούν στα επιχειρήματα αυτά των Αριστοτελικών και κατέφυγαν στην διάκρισι που έκαναν οι Πατέρες μεταξύ ουσίας και ενεργείας. Έλεγαν δηλαδή στους Αριστοτελικούς ότι ο Θεός δεν είναι κατά την ουσία Του ούτε δυνάμει ούτε ενεργεία Δημιουργός. Ο Θεός κατά την ουσία Του είναι αμετάβλητος. Όμως, επειδή ο Θεός είναι απόλυτα ελεύθερος, δεν ταυτίζεται η βούλησις του Θεού με τη ουσία του Θεού, διότι, αν ταυτιζόταν η βούλησις του Θεού με την ουσία του Θεού, τότε ο Θεός δεν θα ήταν ελεύθερος.

 

Επειδή όμως ο Θεός είναι ελεύθερος, δεν ταυτίζονται η ουσία και η ενέργεια στον Θεό, και γι’ αυτό ο Θεός πράττει τα πάντα κατά βούλησιν, ποτέ όμως κατ’ ουσίαν. Διότι, εάν τα έπραττε κατ’ ουσίαν, τότε ο Θεός θα ήταν υποδουλωμένος σε κάποια ανάγκη. Οπότε, εάν ο Θεός ήταν δυνάμει δημιουργός κατ’ ουσίαν και μετά γινόταν ενεργεία δημιουργός κατ’ ουσίαν, θα είχαν βέβαια δίκιο οι Αριστοτελικοί να λένε ότι ο Θεός έχει ανάγκη από τον κόσμο.

 

Έτσι αντιπαρέθεσαν οι Χριστιανοί με μεγάλη επιτυχία αυτήν την επιχειρηματολογία στον αντίλογό τους προς τους Αριστοτελικούς. Βάσει λοιπόν αυτής της επιχειρηματολογίας απαντούσαν ότι, εφ’ όσον ο Θεός δεν ποιή τίποτε κατ’ ουσίαν, αλλά όλα κατά βούλησιν, άρα ο Θεός είναι ελεύθερος. Οπότε ο Θεός θα μπορούσε να μην είχε δημιουργήσει τον κόσμο, διότι ο κόσμος δεν προσθέτει τίποτε στον Θεό. Ο Θεός είναι κατ’ ουσίαν αυτός που είναι και κάνει αυτό που κάνει όχι κατ’ ουσίαν, αλλά κατά βούλησιν, δηλαδή κατ’ απόλυτον ελευθερίαν, χωρίς να εξαναγκάζεται από τίποτε.

 

Πήραν λοιπόν ωρισμένοι Χριστιανοί από τους Πατέρες την διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό και την εφιλοσοφοποίησαν κατά τον ανωτέρω τρόπο. Και λέμε εφιλοσοφοποίησαν, διότι όλα αυτά που είπαμε έχουν να κάνουν με την φιλοσοφική διάκρισι ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Είναι όμως αξιοσημείωτο το φαινόμενο, ότι αυτή η φιλοσοφική διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργεία έχει γίνει το θεμέλιο και η πηγή των αιρέσεων.

 

 Η Πατερική όμως διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας δεν έχει καμμία σχέσι με φιλοσοφικό στοχασμό, αλλά προέρχεται από την εμπειρία τη θεώσεως. Φαίνεται ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν είχαν εντυπωσιασθή τόσο πολύ από τα επιχειρήματα εναντίον των Αριστοτελικών, τα οποία προέβαλε η παράταξις των αιρετικών (Παύλος Σαμοσατεύς κλπ.), διότι η ιδική τους αντιμετώπισις στο δόγμα περί της δημιουργίας του κόσμου δεν ήταν φιλοσοφική. Και τούτο, διότι ήξεραν την διάκρισι μεταξύ κτιστού και ακτίστου από την εμπειρία της θεώσεως και ήξεραν ότι η Αγία Γραφή δεν κάνει φιλοσοφία, όταν ομιλή περί της δημιουργίας του κόσμου. Φαίνεται όμως ότι αυτή η φιλοσοφική διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό έγινε αιτία  να γίνουν Χριστιανοί πάρα πολλοί ειδωλολάτρες.

 

Έτσι η δύναμις αυτής της διακρίσεως ήταν μεγάλη, και εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Διότι και εγώ χρησιμοποιούσα αυτήν την διάκρισι για χρόνια. Το Προπατορικό Αμάρτημα στην πρώτη του έκδοση ήταν βασισμένο σ’ αυτήν την φιλοσοφική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, από την αρχή μέχρι του τέλους του, αλλά στην νέα έκδοσι 125 θα τακτοποιηθή το βιβλίο ως προς το σημείο αυτό. Αλλά και πολλούς ετεροδόξους, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν την εμπειρική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, έπεισα για την ανάγκη να γίνεται αυτή η διάκρισις χρησιμοποιώντας την φιλοσοφική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Βέβαια, ναι μεν τους έπεισα, αλλά τους έπεισα στραβά επάνω στο θέμα αυτό. Διότι μετά ανεκάλυψα ότι οι Πατέρες δεν κάνουν φιλοσοφική διάκριση μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό, αλλά κάνουν εμπειρική διάκριση. Δηλαδή Βιβλική διάκριση, που βασίζεται στην εμπειρία της θεώσεως και όχι στην φιλοσοφία.

 

Ο Ωριγένης σ’ αυτά τα θέματα είναι πολύ Ορθόδοξος. Είναι αιρετικός σε άλλα θέματα, διότι δέχθηκε την προΰπαρξι της ψυχής του Χριστού, την αποκατάστασι των πάντων στην αιρετική μορφή αυτής της διδασκαλίας, την προΰπαρξι των ψυχών των ανθρώπων κλπ. Είχε ο Ωριγένης κάτι τέτοιες δεισιδαιμονικές ιδέες. Αλλά δεν είναι ο πατέρας του Αρειανισμού. Ο πατέρας του Αρειανισμού είναι καθαρά ο Παύλος ο Σαμοσατεύς.

 

 Η πηγή του κακού ήταν πρώτα οι δυναμικοί Μοναρχιανοί (Παύλος ο Σαμοσατεύς κλπ.) και μετά οι τροπικοί Μοναρχιανοί. Από τους δυναμικούς Μοναρχιανούς ξεφυτρώνουν από το ένα μέρος οι Αρειανοί (Άρειος, Συλλουκιανισταί κλπ.), των οποίων η εμφάνισις οφείλεται στον Λουκιανό και από το άλλο μέρος όσοι έγιναν αιρετικοί στα Χριστολογικά θέματα (Διόδωρος Ταρσού, Θεόδωρος Μοψουεστίας, Νεστόριος), δηλαδή οι Νεστοριανοί. Τα φιλοσοφικά θεμέλια του Αρειανισμού και του Νεστοριανισμού είναι τα ίδια ακριβώς. Και τα δύο βασίζονται στην φιλοσοφοποίησι της διακρίσεως μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό.

 

 Πριν λίγα χρόνια επικρατούσε η άποψις ότι αρχικά μόνον οι Καππαδόκες Πατέρες έκαναν περιωρισμένα διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό, βασισμένη στην εμπειρία τους της θεώσεως και ότι αργότερα μόνον ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έκανε την ξεκάθαρη διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Όμως και ο Άρειος κάνει διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Οπότε αποκαλύφθηκε ότι εκτός από την Πατερική διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας, που βασίζεται στην εμπειρία της θεώσεως, υπάρχει και η αιρετική διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας, που είναι όμως φιλοσοφική και την περιγράψαμε παραπάνω.

 

Εδώ έχομε ένα κλασσικό παράδειγμα, του ότι μπορεί κάποιος να πάρη μία διδασκαλία της Εκκλησίας, που βασίζεται επάνω στην εμπειρία της θεώσεως, και να κάνη φιλοσοφία επάνω σ’ αυτήν την διδασκαλία και να βρεθή στο τέλος ζημιωμένος και να γίνη πηγή πολλών αιρέσεων. Έτσι και αυτή η φιλοσοφική διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό έγινε η βάσις της αιρέσεως του Παύλου Σαμοσατέως και του Λουκιανού, που είναι ένας από τους οπαδούς του Παύλου Σαμοσατέως, των εγγονών του, που ήταν οι Αρειανοί και των δισεγγονών του, που ήταν οι Νεστοριανοί. Οπότε έχομε το αξιοσημείωτο φαινόμενο οι τρεις πρώτες Οικουμενικές Σύνοδοι να ασχολούνται με τις ίδιες φιλοσοφικές διακρίσεις, που ξεφυτρώνουν και στα ανωτέρω τρία είδη των αιρέσεων.

 

Στην περιοχή της Αντιοχείας ήταν που διαμορφώθηκε αυτή η φιλοσοφική γραμμή, που βασίσθηκε επάνω στην διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού, που έκαναν οι παλαιοί Εβραίοι, αλλά και οι αρχαίοι Χριστιανοί. Βάσει αυτής της φιλοσοφικής διακρίσεως μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού αντιμετωπίσθηκαν οι Αριστοτελικοί και οι Πλατωνικοί από τους Χριστιανούς της αρχαίας Εκκλησίας και φαίνεται ότι κατατροπώθηκαν με αυτά τα επιχειρήματα.

 

Λεπτομέρειες αυτών των επιχειρημάτων βρίσκει κανείς σε συγγράμματα, τα οποία αποδίδονται στον Ιουστίνο, τον φιλόσοφο και μάρτυρα, έχει όμως αποδειχθή ότι δεν είναι δικά του. Τέτοια επιχειρήματα βρίσκει επίσης κανείς στο «Κατά Κέλσου» του Ωριγένους, ο οποίος απήντησε σε έναν φιλοσοφούντα ειδωλολάτρη, ο οποίος κορόϊδευε τις Χριστιανικές διδασκαλίες. Ένα από τα σημεία που ενέπαιζε ο ειδωλολάτρης ήταν η Χριστιανική διδασκαλία περί δημιουργίας του κόσμου.

 

Βέβαια σήμερα αυτό ίσως να φαίνεται αστείο σε έναν ο οποίος μεγάλωσε σε Ορθόδοξο περιβάλλον, στο οποίο περιφρουρείται η Ορθοδοξία από αεροπορία, στρατό και ναυτικό126 και ο οποίος δεν καταλαβαίνει την δύναμι αυτής της φιλοσοφικής σκέψεως, ως και της αντιρρήσεως στην Ορθόδοξη διδασκαλία περί της δημιουργίας του κόσμου. Αυτό το θέμα όμως απασχόλησε όλους τους Σχολαστικούς θεολόγους και ήταν καθοριστικό στην ανάπτυξι της Σχολαστικής παραδόσεως. Απασχόλησε τους Μετασχολαστικούς φιλοσόφους της Δύσεως και ακόμη μέχρι των ημερών μας απασχολεί και μερικούς φιλοσοφούντας και θεολόγους, οι οποίοι ασχολούνται με αυτά τα θέματα.

 

 

 

 

 

 

 

66. Περί της υπάρξεως του Θεού και περί της δημιουργίας του κόσμου

 

 

Αυτό το θέμα είναι συνυφασμένο, κατά κάποιο τρόπο, αλλά συγχρόνως και ανεξάρτητο, από το φιλοσοφικό πρόβλημα περί της υπάρξεως του Θεού. Το φιλοσοφικά επιχειρήματα των ειδωλολατρών εναντίον της υπάρξεως του Χριστιανικού Θεού ήταν τα ίδια με τα φιλοσοφικά επιχειρήματά τους εναντίον του δόγματος περί δημιουργίας.

 

Έλεγαν δηλαδή οι ειδωλολάτρες: Οι Χριστιανοί λένε ότι υπάρχει Θεός δημιουργός και ότι ο Θεός αυτός είναι τέλειος. Αλλά, εάν ο Θεός ήταν τέλειος, τότε τι ανάγκη είχε ο Θεός να δημιουργήση τον κόσμο; Η δημιουργία του κόσμου αποδεικνύει φιλοσοφικά ότι ο Θεός χωρίς τον κόσμο είναι διαφορετικός από τον Θεόν με τον κόσμο. Διότι, αν ο Θεός ήταν τέλειος και τελείως ευδαίμων με τον εαυτό Του, είχε δηλαδή αυτοαγάπη – αν χρησιμοποιήσωμε βέβαια χριστιανικά κατηγορήματα περί αγάπης – δεν θα είχε ανάγκη να δημιουργήση τον κόσμο. Αλλά, επειδή δεν είναι τέλειος, γι’ αυτό φαίνεται ότι δημιούργησε τον κόσμο. Αυτή η χρήσις των φιλοσοφικών επιχειρημάτων εναντίον της Χριστιανικής πίστεως βασίσθηκε στην φιλοσοφική διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό.

 

Όμως η εκκλησιαστική διάκρισις δεν είναι φιλοσοφική, αλλά προέρχεται από την Αποκάλυψι του Θεού στον άνθρωπο. Είναι δηλαδή εμπειρική. Έτσι η Εκκλησία αποδεικνύει την διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Διότι βασίζεται στην εμπειρία των θεουμένων. Παρόμοια αποδεικνύει και την ύπαρξι του Θεού. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας ίσως το μοναδικό επιχείρημα, για να καταδείξουν την ύπαρξι του Θεού, είναι ένα γεγονός και όχι μία διαλεκτική λογική απόδειξι. Ποιο γεγονός; Το ότι υπάρχει μία ομάδα ανθρώπων που λέγονται Προφήται, Απόστολοι και Άγιοι, οι οποίοι είδαν τον Θεόν. Για έναν φιλόσοφο ή επιστήμονα, είτε είναι άθεος είτε όχι, ο ισχυρισμός αυτός, το ότι δηλαδή οι Προφήται, οι Απόστολοι και οι Άγιοι είδαν τον Θεό, θέλει κάποια αντιμετώπισι. Δεν μπορεί κάποιος να τον προσπεράση αδιάφορος.

 

Δηλαδή ή θα το πιστέψη και θα δεχθή ότι είδαν τον Θεό αυτοί οι άνθρωποι, ή θα συζητήση το θέμα, αν δηλαδή η κατάτασις φωτισμού και θεώσεως είναι μία πραγματικότητα ή όχι. Αλλά, για να γίνη αυτό, χρειάζονται ωρισμένες προϋποθέσεις, να υπάρχουν δηλαδή και ωρισμένα κοινά κριτήρια. Μία όμως σωστή επιστημονική συζήτησις δεν μπορεί να γίνη με ανθρώπους συνθηματολόγους, διότι ο συνθηματολόγος θα πη ναι ή όχι εκ των προτέρων· πριν αρχίση δηλαδή η συζήτησις, θα προδικάση το αποτέλεσμα.

 

Ένας πιστός Ορθόδοξος π.χ., που μεγάλωσε μέσα στο Ιερό ενός ναού και βαστούσε το θυμιατό του παπά, όταν ήταν μικρός (που ήταν δηλαδή παπαδάκι), ένας δηλαδή που μεγάλωσε μέσα στην Εκκλησία και του άρεσε να πηγαίνη να παίρνη την Θεία Κοινωνία, επειδή ήταν γλυκό εκείνο το κρασάκι και που του άρεσε να παίρνη το αντίδωρο, την Κυριακή, επειδή ήταν πεινασμένος και περίμενε πότε να τελειώση η Θεία Λειτουργία, και μετά έγινε ψάλτης κλπ., όποιος μεγάλωσε με την απόλυτη πεποίθησι περί της ορθότητος του Ορθοδόξου δόγματος που πιστεύει και περί της δεδομένης ορθότητος της Ορθοδόξου λατρείας στην οποία μετέχει από μικρός και για την ορθότητα της οποίας δεν έχει καμμία αμφιβολία, ότι δηλαδή όλα τα Ορθόδοξα, όπως τα πιστεύει και τα νομίζει, είναι ωραία και σωστά, όποιος λοιπόν δεν αφίνει περιθώρια εξετάσεως και ερεύνης περί της ορθότητος και αληθείας αυτού που πιστεύει και δεν έχει καμμία αμφιβολία γι’ αυτά, αλλά ούτε είχε και ποτέ και ο οποίος ίσως έφθασε και μέχρι το Πανεπιστήμιο χωρίς αμφιβολίες γι’ αυτά και ο οποίος ενδιαφέρεται μόνο να μαθαίνη τα μαθήματά του για να πάρη το πτυχίο του και να καταλάβη μία θέσι στο εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδος, για να βολευτή ή, αν γίνη και παπάς, να μπη στην πρώτη μισθολογική κατηγορία, για να βολευτή και αυτός σε μία ενορία και να ζήση καλά και να παντρέψη τα παιδιά του, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν έχει βέβαια τις προϋποθέσεις για μία επιστημονική συζήτησι. Σε έναν τέτοιον άνθρωπο όλα, όσα πιστεύει, είναι ωραία, όταν έχη τη υποστήριξι των Ενόπλων Δυνάμεων127.

 

Όμως δεν είναι μόνον οι Ορθόδοξοι ευσεβείς ή ζηλωτές Χριστιανοί που έχουν απόλυτη πεποίθησι για την θρησκεία τους, αλλά υπάρχουν και μη Ορθόδοξοι, π.χ. Μουσουλμάνοι με αντίστοιχο πνεύμα, όπως οι Πέρσες του Χομεϊνί π.χ., οι οποίοι πιστεύουν ότι, αν φυλάξουν την ορθή πίστη, ο Θεός θα του χαρίση μία σχετική υλική ευδαιμονία κλπ.

 

Όταν όμως κάποιος κινήται έξω από τον χώρο της Ελλάδος, όπου δεν υπάρχει η προστασία των Ενόπλων Δυνάμεων, εκεί τα πράγματα είναι διαφορετικά. Κάθε Εκκλησία ζη στον δικό της χώρο με τις ιδικές της δυνάμεις και δίνει μάχη βάσει ιδεών και πεποιθήσεων. Στο Εξωτερικό οι Εκκλησίες της Δύσεως, της Σχολαστικής παραδόσεως και της Προτεσταντικής παραδόσεως, τα τελευταία χρόνια έχουν βρη σκούρα τα πράγματα και παρατηρείται μία μεγάλη στροφή προς την Ορθοδοξία.

 

Μόνο στην Γερμανία υπάρχουν διακόσιες χιλιάδες Γερμανοί που έχουν γίνει Ορθόδοξοι. Αυτοί όμως συνήθως, πάνε στην Ρωσσική Εκκλησία για να βαπτισθούν, διότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει κάνει συμφωνία με την τοπική Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Γερμανίας, που ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, να μη δέχεται προσηλύτους και να μη τους κάνη κληρικούς.

 

Δεν ξέρω όμως αν αυτό στέκη εξ επόψεως Κανονικού Δικαίου. Διότι κατά τους κανόνες της Εκκλησίας ο κάθε επίσκοπος είναι υπεύθυνος στην δικαιοδοσία του, για να οδηγήση τους αιρετικούς ή τους μη Χριστιανούς στην Ορθοδοξία. Είναι υποχρεωμένος να το κάνη αυτό. Και οποιοσδήποτε επίσκοπος αρνηθή να δεχθή έναν αιρετικό, που μετανοεί, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, βάσει των Κανόνων καθαιρείται. Φαίνεται όμως ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο θεωρεί ότι δεν υπάρχουν πλέον αιρετικοί…

 

Πάντως στα μέρη αυτά εκτός της Ελλάδος τα προβλήματα περί της δημιουργίας του κόσμου και η φιλοσοφική οπτική του προβλήματος παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο. Αρκεί κάποιος να σπουδάση φιλοσοφία στην Δύσι από τους χρόνους μετά την Σχολαστική περίοδο μέχρι την σύγχρονη εποχή και θα δη ότι επανειλημμένως ασχολούνται με αυτό το απλό πρόβλημα από φιλοσοφικής απόψεως. Δηλαδή με το πως μπορεί ο τέλειος Θεός να θεωρήται δημιουργός του κόσμου, καθώς και τι σημαίνει δημιουργία εκ του μηδενός, με την έννοια ότι το μηδέν είναι ανύπαρκτο και ο Θεός έφερε στην ύπαρξι τα όντα από την ανυπαρξία, ενώ ο Ίδιος πάντοτε υπήρχε.

 

Το βασικό κατηγόρημα της Ορθοδόξου θεολογίας στην περίπτωση αυτή είναι το κτιστό και το άκτιστο. Το κτιστό είναι εκείνο που προέρχεται από την ανυπαρξία, από το μη ον, ενώ το άκτιστο είναι εκείνο που δεν είναι κτίσμα και το οποίο πάντοτε υπήρχε και πάντοτε θα υπάρχη. Όλα τα άκτιστα πάντοτε υπήρχαν και πάντοτε θα υπάρχουν, ενώ όλα τα κτιστά προήλθαν από την ανυπαρξία και θα υπάρχουν στο μέλλον, εφ’ όσον ο Θεός θελήση να υπάρχουν.

 

Αυτή η διδασκαλία είναι η διδασκαλία της Αγίας Γραφής καθώς και η διδασκαλία της Εβραϊκής παραδόσεως (πριν δηλαδή γραφή η Παλαιά Διαθήκη), όπως επίσης και η διδασκαλία της Εκκλησίας. Από την στιγμή όμως που θα προσπαθήση κάποιος να φιλοσοφήση επάνω σ’ αυτήν την διδασκαλία, τότε συναντά τις δυσκολίες που περιγράψαμε. Οι δυσκολίες δηλαδή προέρχονται από την φιλοσοφοποίηση αυτής της διδασκαλίας.

 

Αλλά ίσως ρωτήση κάποιος: Από που ήξεραν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Άγιοι αυτά τα δόγματα περί της δημιουργίας εκ του μηδενός, περί κτιστού, ακτίστου κλπ.;

 

Πρώτα τα ήξεραν από την Αγία Γραφή, αφ’ ότου γράφτηκε η Αγία Γραφή. Κατά την περίοδο όμως προ της Αγίας Γραφής από που ήξεραν οι Προφήτες τα δόγματα αυτά; Τι υπάρχει προ της Αγίας Γραφής; Υπάρχει η προφορική Εβραϊκή παράδοσις από τον Αδάμ μέχρι τον Μωϋσή. Ποιος είναι ο πυρήνας αυτής της προφορικής παραδόσεως; Ποια πρόσωπα είναι οι φορείς της; Είναι οι Πατριάρχες και οι Προφήτες.

 

Οι Πατριάρχες υπήρχαν πριν από το γραπτό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά γιατί ήταν αυτοί οι φορείς της Παραδόσεως; Και σε τι διέφεραν οι Πατριάρχες από τους άλλους ανθρώπους; Διέφεραν στο ότι αυτοί είχαν την θεοπτία. Αυτοί είδαν τον Θεό. Ακόμη και ο Αδάμ με την Εύα θεόπτες ήσαν. Ο πυρήνας της Παραδόσεως αυτής είναι η θεοπτία, η συνάντησις δηλαδή του Θεού με τους φίλους Του, που είναι οι Πατριάρχες και οι Προφήτες. Ο πυρήνας λοιπόν της παραδόσεως αυτής έχει σχέσι με κάποια εμπειρία.

 

Γνωρίζομε από την εμπειρία των Πατέρων της Εκκλησίας και των Αγίων, από του βίους τους δηλαδή, ότι και αυτοί εξακρίβωσαν κατά την εμπειρία της θεώσεως ότι δεν υπάρχει ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου και ότι ο Θεός είναι αυθύπαρκτος, αφού δεν έχη καμμία ομοιότητα με τα κτιστά και δεν έχει την αιτία της υπάρξεώς Του σε τίποτα. Δηλαδή ο Θεός είναι αναίτιος κατά την ύπαρξί Του128. Υπάρχει από την ύπαρξί Του ο Θεός Πατέρας129. Επίσης ότι το αρχέτυπον Φως είναι η αιτία της υπάρξεως του Λόγου ή της σαρκωμένης εικόνος του Φωτός (δηλαδή του Χριστού), καθώς και του Αγίου Πνεύματος. Και επίσης εξακρίβωσαν κατά την εμπειρία της θεώσεως ότι είναι μία η δόξα και των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος και μία η ουσία Τους.

 

Βέβαια οι Πατέρες και οι Άγιοι δεν έχουν εμπειρία της ουσίας του Θεού, διότι κανένας άνθρωπος δεν είχε ποτέ την εμπειρία της ουσίας του Θεού, αλλά μόνο την εμπειρία της φυσικής ενεργείας της ουσίας του Θεού, που είναι η δόξα του Θεού 130. Εξακρίβωσαν δηλαδή μέσα από την εμπειρία τους ότι έχομε τρίφωτο Θεότητα εν μια Θεότητι ή εν ενί Φωτί. Δηλαδή ένα Φως, το οποίο είναι τρία Φώτα, τα οποία όμως Φώτα δεν είναι τρία ξεχωριστά Φώτα. Ο θεούμενος εν ενί Φωτί μέσω του άλλου Φωτός βλέπει το αρχέτυπον Φως. Αυτή ήταν η βάσις της εμπειρίας τους.

 

 Επίσης όμως εξακρίβωσαν ότι όλα τα κτιστά όντα προέρχονται εκ του μη όντος. Όλα τα κτιστά υπάρχουν κατά την βούλησι του Θεού· δεν προέρχονται όμως εκ του Θεού, δηλαδή εκ του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά προέρχονται εκ του μη όντος. Και αυτό εξακριβώνεται από την εμπειρία της θεώσεως.

 

Οπότε βλέπομε ότι υπάρχει ταυτότης εμπειρίας στους Πατριάρχες και στους Προφήτες με τους Πατέρες της Εκκλησίας και του Αγίους. Όλοι τους διεπίστωσαν τις ίδιες αλήθειες. Έτσι οι διακρίσεις, που υπάρχουν μεταξύ των υποστάσεων του Θεού, μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας του Θεού, μεταξύ του σαρκωθέντος Λόγου και του Θεού και μεταξύ της θεώσεως του σαρκωθέντος Λόγου σε σχέσι με την θέωσι των ανθρώπων, όλες αυτές οι διαφοροποιήσεις, που πήραν μετά μορφή ορολογίας μέσα στην Εκκλησία, όλα αυτά ως βασικό θεμέλιο έχουν την εμπειρία της θεώσεως. Γι’ αυτό η διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού, που κάνει η Εκκλησία, δεν είναι φιλοσοφική, αλλά είναι καθαρά εμπειρική.

 

 

 

 

 

 

67. Οι αιρετικοί και η διδασκαλία τους

 

 

Ο αιρετικοί έκαναν, όπως είπαμε, φιλοσοφική διάκρισι μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας του Θεού, διότι πήραν την Αγιογραφική διάκρισι, που δεν είναι φιλοσοφική και την εφιλοσοφοποίησαν. Αυτοί είναι: Ο Παύλος ο Σαμοσατεύς, ο Λουκιανός, οι Συλλουκιανισταί, δηλαδή οι Αρειανοί και μετά οι Νεστοριανοί, οι οποίοι ακολουθούν την ίδια παράδοσι των προηγουμένων.

 

Ο Παύλος ο Σαμοσατεύς δίδασκε ότι στον Χριστό δεν υπάρχει φυσική ένωσις των δύο φύσεων, αλλά υπάρχει κατά βούλησιν ένωσις ή κατ’ ενέργειαν ένωσις ή, όπως ο ίδιος αναφέρει σε ωρισμένα σημεία, «ένωσις κατά ποιότητα». Δεν έγινε δηλαδή στον Χριστό ένωσις της φύσεως του Θεού με την ανθρωπίνη φύσι του Λόγου, αλλά ένωσις της ενεργείας του Θεού με την ενέργεια της ανθρωπίνης φύσεως του Λόγου. Έτσι ο Παύλος ο Σαμοσατεύς κατεδικάσθη ως αιρετικός.

 

Ήταν όμως αιρετικός όχι μόνον στον τρόπο με τον οποίο έκανε διάκρισι μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας στον Θεό, αλλά ήταν αιρετικός και στην Τριαδολογία. Ηρνείτο δηλαδή την ύπαρξι των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Δεν πίστευε ότι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι μόνιμες διακρίσεις στον Θεό, αλλά ότι είναι προσωρινές διακρίσεις και ότι υπάρχει μόνο μία ουσία και μία υπόστασις στον Θεό, η οποία έχει την ενέργεια. Η ενέργεια αυτή είναι είτε ο Λόγος είτε το Πνεύμα το Άγιο.

 

Οπότε έχομε την υπόστασι του Θεού Πατρός με την ενέργεια του Λόγου και την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Συνεπώς ο Λόγος και το Πνεύμα το Άγιο γίνονται δύο άκτιστες ενέργειες του Θεού. Δηλαδή για τον Παύλο τον Σαμοσατέα έχομε Ενσάρκωσι της ενεργείας του Θεού και όχι της υποστάσεως του Θεού Λόγου. Οπότε ο Χριστός δεν είναι ο ένσαρκος Θεός, αλλά είναι ένας θεόπνευστος άνθρωπος, δηλαδή ένας άνθρωπος μέσα στον οποίο κατοικεί ο Θεός. Γι’ αυτό ο Παύλος ο Σαμοσατεύς καταδικάσθηκε ως αιρετικός όχι μόνο στην Χριστολογία του, αλλά και στην Τριαδολογία του. Είναι δηλαδή διπλά αιρετικός.

 

Μετά όμως ο μαθητής του ο Λουκιανός έκανε μία τροποποίησι της διδασκαλίας του Παύλου του Σαμοσατέως. Και αυτό μπορεί κανείς να το αναγνωρίση, μόνο όταν λάβη υπ’ όψιν ότι ο Παύλος ο Σαμοσατεύς ήταν αιρετικός. Ο Λουκιανός έκανε προσαρμογή στην παραπάνω διδασκαλία, επειδή ο Παύλος ο Σαμοσατεύς καταδικάσθηκε. Δηλαδή οι οπαδοί του Παύλου του Σαμοσατέως (ο Λουκιανός και οι μαθηταί του, που είναι οι Αρειανοί) πρόσθεσαν στον Θεό τις δύο υποστάσεις, δηλαδή του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, που δεν δεχόταν ο Σαμοσατεύς και τούτο για να μην ακολουθήσουν και εκείνοι την μοίρα εκείνου και καταδικασθούν και αυτοί ως αιρετικοί.

 

Το ότι έγινε αυτή η προσαρμογή, το πληροφορούμεθα από τα συγγράμματα των Αρειανών, που είναι μαθηταί του Λουκιανού, διότι δεν έχομε συγγράμματα του ιδίου του Λουκιανού. Το πληροφορούμεθα δηλαδή από τον Άρειο, τον Ευσέβιο Νικομηδείας κλπ. Επειδή λοιπόν ο Παύλος ο Σαμοσατεύς καταδικάσθηκε, διότι δεν δεχόταν την κατ’ ουσίαν ένωσι στον Χριστό με την υπόστασι του Λόγου, ως και την κατά φύσιν ένωσι του Χριστού με την ουσία του Θεού, πρόσθεσαν εκείνοι ενσάρκωσι κατά φύσιν και καθ’ υπόστασιν.

 

Οπότε οι Συλλουκιανισταί διδάσκουν ότι ο Θεός είναι τρεις υποστάσεις, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, ότι ο Χριστός είναι Θεός και άνθρωπος και ότι η ένωσις των δύο φύσεων στον Χριστό είναι φυσική και μάλιστα κατ’ ουσίαν. Αν αντιμετωπίση κανείς εκ πρώτης όψεως αυτήν την προσαρμογή, λέγει: Μπα, αυτοί διδάσκουν όπως διδάσκουν και οι Ορθόδοξοι! Τι παράπονο μπορούμε να έχωμε από αυτούς και από τον μαθητή τους τον Άρειο; Και τούτο, διότι και ο Άρειος έλεγε ότι ο Λόγος γεννάται εκ του Πατρός προ των αιώνων, πράγμα που το λένε επίσης όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας. Οπότε γιατί οι Αρειανοί και ο Άρειος να είναι αιρετικοί;

 

Όμως, επειδή οι Αρειανοί, δηλαδή οι Συλλουκιανισταί, έκαναν φιλοσοφική διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό, ωδηγήθηκαν στο να διδάξουν ότι δεν μπορεί να υπάρχη κατ’ ουσίαν σχέσις μεταξύ του Πατρός και του Υιού. Διότι κατ’ ουσίαν σχέσι σημαίνει κατ’ ανάγκην σχέσι. Γι’ αυτό ο Θεός δεν μπορεί να γεννήση κατά φύσιν τον Λόγον, αλλά δημιουργεί τον Λόγον κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν, επειδή ο Θεός δεν μπορεί να έχη αναγκαστικές σχέσεις με ετερούσια. Εφ’ όσον δηλαδή οι Αρειανοί δέχθηκαν ότι ο Λόγος είναι υπόστασις και ότι ο Πατήρ είναι υπόστασις, μεταξύ των δύο υποστάσεων, όταν είναι προδημιουργικές υποστάσεις, δηλαδή υποστάσεις που υπάρχουν πριν την δημιουργία του κόσμου, μεταξύ δηλαδή του Θεού Πατρός και της υποστάσεως του Λόγου, δεν μπορεί να υπάρχουν κατ’ ουσίαν σχέσεις, αλλά οι σχέσεις πρέπει να είναι κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν. Ο Θεός Πατήρ, έλεγαν αυτοί, με όλες τις υποστάσεις, με όλα τα όντα έχει κατά βούλησιν και κατ’ ενέργειαν σχέσεις, αλλά όχι κατ’ ουσίαν. Διότι ο Θεός είναι απόλυτα ελεύθερος και δεν υπόκειται σε καμμίαν ανάγκη. Έτσι, εφ’ όσον το κατ’ ουσίαν σημαίνει κατ’ ανάγκην γι’ αυτό ο Πατήρ δεν γεννά τον Λόγον κατ’ ουσίαν, αλλά κατ’ ενέργειαν και κατά  βούλησιν. 

 

Αυτή είναι η καρδιά της διδασκαλίας του Αρείου. Αυτή η θεωρία όμως προέρχεται από τον Παύλο τον Σαμοσατέα, ο οποίος δεν δεχόταν το δόγμα περί Αγίας Τριάδος ούτε την πραγματική Ενσάρκωσι. Διότι για τον Παύλο τον Σαμοσατέα ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα δεν δηλώνουν τρεις υποστάσεις. Το όνομα Πατήρ δηλώνει μία υπόσταση. Εκείνη του Πατρός. Οπότε στον Θεό υπάρχει μία υπόστασις και μία ουσία. Και αυτή η μία υπόστασις, δηλαδή η ουσία του Θεού έχει μία ενέργεια, που λέγεται Λόγος και άλλη μία ενέργεια που λέγεται Άγιον Πνεύμα. Ο Λόγος γι’ αυτόν είναι η λογική ενέργεια του Θεού και το Πνεύμα το Άγιον είναι η αγαπητική ενέργεια του Θεού.

 

Οπότε στην διδασκαλία του Παύλου του Σαμοσατέως έχομε μία υπόστασι, μία ουσία, με μία ενέργεια, η οποία είναι λογική, δημιουργική, συντηρητική, αγαπητική κλπ. Αυτές όμως είναι ενέργειες του Θεού και βασίζονται στην φιλοσοφική διάκριση που κάνει ο Παύλος ο Σαμοσατεύς μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού. Κάνει βέβαια την διάκρισι αυτή, αλλά τι κάνει επίσης; Ταυτίζει τον Πατέρα με την ουσία, με την υπόστασι, και διαχωρίζει την ενέργεια, που είναι ο Λόγος και το Άγιον Πνεύμα.

 

Για τον Παύλο τον Σαμοσατέα, επειδή ο Θεός δεν έχει σχέσεις κατ’ ουσίαν με τίποτε, δεν δημιουργείται πρόβλημα για την ενέργεια του Λόγου και για την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, διότι αυτές είναι άκτιστες ενέργειες για τον Παύλο τον Σαμοσατέα. Αλλά δημιουργείται πρόβλημα στην Ενσάρκωσι. Πως ο Θεός ενσαρκώνεται; Διότι εδώ έχομε ενσάρκωσι της ακτίστου ενεργείας του Θεού που λέγεται Λόγος και γεννάται ένας άνθρωπος από την Παρθένο, που ονομάζεται Χριστός και που μέσα σ’ αυτόν τον άνθρωπο κατοικεί αυτός ο Λόγος. Ποιος Λόγος; Ο άκτιστος Λόγος. Και ποιος είναι αυτός ο άκτιστος Λόγος; Είναι η ενέργεια του Θεού για τον Παύλο τον Σαμοσατέα.

 

Οπότε κατ’ αυτόν ο Χριστός έχει ιδική Του ανθρωπίνη φύσι και υπόστασι και μέσα Του κατοικεί η ενέργεια του Θεού, που λέγεται Λόγος. Γι’ αυτό ο Χριστός είναι ο Λόγος. Όμως, δεν είναι η Ενσάρκωσις της υποστάσεως και της φύσεως, αλλά η Ενσάρκωσις της ενεργείας του Θεού.

 

Όταν ζούσε βέβαια ο Παύλος ο Σαμοσατεύς, ουσία και υπόστασις σήμαιναν το ίδιο πράγμα. Διότι αυτή η διάκρισις είναι μεταγενέστερη, μεταξύ δηλαδή της ουσίας και της υποστάσεως, καθώς και μεταξύ της φύσεως και της υποστάσεως. Ο Παύλος ο Σαμοσατεύς λοιπόν καταδικάσθηκε σε δύο Συνόδους της Αντιοχείας περίπου το 277. Και καταδικάσθηκε, διότι δεν δεχόταν την αλήθεια των τριών Προσώπων της Αγία Τριάδος. Επειδή υπεβίβαζε τα δύο Πρόσωπα σε ενέργειες και δεν παραδεχόταν εν Χριστώ κατ’ ουσίαν ένωσι των δύο φύσεων.

 

Τότε, στις Συνόδους εκείνες, χρησιμοποιήθηκε η έκφρασις «κατ’ ουσίαν». Μετά βέβαια, που έγινε η διαφοροποίησις μεταξύ ουσίας και υποστάσεως, χρησιμοποιήθηκε ο πιο σωστός όρος υπόστασις. Γι’ αυτό οι Πατέρες μιλάνε για καθ’ υπόστασιν ένωσι, ως και για κατά φύσιν ένωσι, ενώ το κατ’ ουσίαν ένωσις δεν χρησιμοποιείται πολύ. Μπορεί βέβαια κανείς να το χρησιμοποιήση, δεν είναι λάθος, διότι υπάρχει κατ’ ουσίαν ένωσις στον Χριστό, εφ’ όσον υπάρχει κατά φύσιν ένωσις στον Χριστό της Θείας και της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά όμως η ένωσις είναι κυρίως καθ’ υπόστασιν, εφ’ όσον μόνο ο Λόγος ενσαρκώθηκε.

 

Το βασικό επιχείρημα των αρχαίων Χριστιανών εναντίον των Αριστοτελικών, που έχομε ήδη αναφέρει, είχε τόση πολλή πέρασι (χρησιμοποιούμενο από τους αιρετικούς εναντίον των ειδωλολατρών), ώστε, παρ’ όλον ότι ο Παύλος ο Σαμοσατεύς καταδικάσθηκε, επειδή χρησιμοποιούσε αυτήν την φιλοσοφική διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό, αυτή η φιλοσοφική διάκρισις ξεφυτρώνει πάλι σε νέες μορφές αιρέσεων. Έτσι διαπιστώνομε το γεγονός ότι τα φιλοσοφικά θεμέλια της διδασκαλίας του Παύλου Σαμοσατέως, του Αρειανισμού και του Νεστοριανισμού είναι τα ίδια. Αυτό σημαίνει ότι αυτή η επιχειρηματολογία τους εναντίον των ειδωλολατρών ήταν τόσο πολύ δυνατή, ώστε ριζώθηκε πολύ βαθειά στην Χριστιανική παράδοσι. Επειδή έγινε αιτία πολλοί ειδωλολάτρες να γίνουν Χριστιανοί.

 

Ο Παύλος ο Σαμοσατεύς για δύο πράγματα καταδικάσθηκε: α) Για το ότι δεν δέχθηκε υποστατικό Λόγο και β) Για το ότι δεν δέχθηκε πραγματική Ενσάρκωσι της ουσίας του Θεού, δηλαδή κατ’ ουσίαν ένωσι των δύο εν Χριστώ φύσεων. Αυτά είναι τα θεμέλια της αιρέσεως των Αρειανών.

 

 Επειδή λοιπόν καταδικάσθηκε ο Παύλος ο Σαμοσατεύς, τα εγγόνια του, οι Αρειανοί έκαναν μία προσαρμογή, όπως είπαμε, ίσως για να μη χάσουν τις θέσεις τους και τα αντίστοιχα οφέλη από τις θέσεις αυτές που απελάμβαναν μέσα στην Εκκλησία. Τι κάνει όμως ο Άρειος για να μη καταδικασθή πέραν της προσαρμογής, που έκανε ο Λουκιανός και την οποία προαναφέραμε;

 

Προσθέτει υποστατικό Λόγο, αλλά διατηρεί παράλληλα και τον ανυπόστατο Λόγο. Οπότε στον Άρειο έχομε άκτιστο ανυπόστατο Λόγο, δηλαδή την άκτιστη ενέργεια του Θεού, που λέγεται Λόγος, χαρακτηριστικό της παλαιοτέρας διδασκαλίας η οποία διατηρείται, αλλά προστίθεται και ένας υποστατικός Λόγος, ο οποίος είναι κτίσμα και αυτός είναι που ενσαρκώνεται και ο οποίος, όμως έχει κατ’ ουσίαν σχέσεις με τον Θεό, δηλαδή κατ’ ανάγκην σχέσεις με τον Θεό, διότι εξαρτάται από τον Θεόν. Ο Θεός όμως δεν έχει κατ’ ουσίαν σχέσεις με αυτήν την υπόστασι του Λόγου, αλλά μόνον κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν. Οπότε ο Θεός είναι ελεύθερος έναντι του υποστατικού Λόγου. Ο υποστατικός Λόγος όμως αυτός έναντι του Θεού δεν είναι ελεύθερος. Είναι υποδεέστερος, είναι δούλος, γίνεται όργανο της δημιουργίας, είναι κτίσμα κλπ.

 

Αυτή η υπόστασις του Λόγου, αυτό το κτίσμα του Θεού είναι που ενσαρκώνεται κατά τον Άρειο. Και βέβαια ενσαρκώνεται κατ’ ανάγκην και όχι κατά βούλησιν και ενώνεται ο υποστατικός Λόγος αυτός κατ’ ουσίαν με την ανθρωπίνη φύσι του Χριστού. Αλλά για τον Άρειο η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού δεν είναι ολόκληρη η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού, διότι την θέσιν του νοός του Χριστού την καταλαμβάνει ο υποστατικός Λόγος. Οπότε ο άνθρωπος Χριστός έχει κτιστά νουν και διάνοια και ψυχή, αλλά ο κτιστός Του ανθρώπινος λόγος δεν είναι κανονικός λόγος που έχει ο κάθε άνθρωπος, αλλά την θέσι του κτιστού ανθρωπίνου λόγου στον Χριστό την καταλαμβάνει ο κτιστός υποστατικός Λόγος, ο κτιστός προ των αιώνων υποστατικός Λόγος131.

 

Οπότε έτσι οι Αρειανοί ξεφεύγουν προσωρινά την καταδίκη του Παύλου του Σαμοσατέως, διότι φαινομενικά δέχονται τρεις υποστάσεις και δέχονται και κατά φύσιν, κατ’ ουσίαν ένωσι στο Χριστολογικό δόγμα. Αλλά, για να το κάνουν αυτό, παρεμβάλλουν μεταξύ της υποστάσεως του Πατρός και του υποστατικού Λόγου μία ενέργεια που λέγεται άκτιστος Λόγος. Αυτή η ενέργεια είναι εκείνη που δημιουργεί τον υποστατικό Λόγο. Δηλαδή ο Θεός κτίζει τον υποστατικό Λόγο Του μέσω της ακτίστου ενεργείας Του, μέσω δηλαδή του ακτίστου Λόγου Του. Οπότε ο Θεός κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν κτίζει τον υποστατικό Λόγο. Δηλαδή μεσολαβεί μεταξύ της υποστάσεως του Πατρός και της υποστάσεως του Λόγου η ενέργεια του Θεού.

 

 Έτσι ο Υιός του Θεού, ο κτιστός δηλαδή υποστατικός Λόγος είναι Υιός βουλήσεως ή Υιός ενεργείας. Αυτό είναι ένα βασικό δόγμα των Αρειανών. Ότι, δηλαδή, όπως όλος ο κτιστός κόσμος είναι αποτέλεσμα της ακτίστου ενεργείας του Θεού, έτσι και ο υποστατικός Λόγος είναι αποτέλεσμα και αυτός της ακτίστου ενεργείας του Θεού. Οπότε η διαφορά μεταξύ Ορθοδόξων και Αρειανών είναι ότι οι Ορθόδοξοι απορρίπτουν την ιδέα ότι ο Λόγος μπορεί να είναι αποτέλεσμα μίας ενέργειας του Πατρός, διότι ο Λόγος κατέχει όλες τις άκτιστες ενέργειες του Πατρός. Δεν υπάρχει για τους Ορθοδόξους καμμία ενέργεια του Πατρός, που να μην είναι ενέργεια του Λόγου. Οπότε και οι δύο κατέχουν κατά ταυτότητα τις ενέργειές Τους και δεν είναι ο ένας αποτέλεσμα της ενεργείας του άλλου. Για τους Αρειανούς όμως ο υποστατικός Λόγος είναι προϊόν της ενεργείας του Πατρός και αποτέλεσμά της.

 

Για την Εκκλησία πάντως ήταν πολύ δύσκολο να ανακαλύψη την αίρεσι του Αρείου. Υπήρχαν πολλοί Ορθόδοξοι που δεν κατάλαβαν στην αρχή την αίρεση του Αρείου. Η αίρεσις αυτή φανερώθηκε κυρίως από δύο αιτίες:

 

α) Έλεγε ο Άρειος ότι ο Πατήρ κτίζει και γεννά τον υποστατικό Λόγο προ των αιώνων, αλλά εκ του μηδενός (όχι δηλαδή εκ του Πατρός). Αλλά κατά την Πατερική αντίληψι δεν υπάρχει τίποτε προ των αιώνων που να υπάρχει εκ του μηδενός. Όλα τα προ των αιώνων είναι άκτιστα και εκ του Πατρός. Όταν κτίζωνται οι αιώνες, τότε αρχίζει η δημιουργία εκ του μηδενός. Μετά ακολουθούν οι άγγελοι και μετά ο χρόνος.

 

Στην Αυγουστίνειο παράδοσι υπάρχει η ιδέα ότι ο Θεός είναι το αιώνιο παρόν, ότι στον Θεό όλα είναι πάντοτε παρόντα και τα μέλλοντα και τα παρελθόντα. Δηλαδή στον Θεό και το παρελθόν και το μέλλον είναι ένα συνεχές παρόν. Οπότε στον Αυγουστίνο και στους οπαδούς του, στην Παπική παράδοσι, δόθηκε η ευκαιρία να νομίζουν ότι ο άνθρωπος, αν απαλλαγή από τον χρόνο, τότε θα μπορούσε να συλλάβη το συνεχές παρόν, το αιώνιο παρόν. Καθώς και ότι, όταν το συλλάβη, τότε μπορεί να συλλάβη και το άκτιστο, ακόμη μάλιστα και την ουσία του Θεού! Όλη αυτή η θεώρησις περί χρόνου του Αυγουστίνου ήταν καθοριστική για την γραμμή της Σχολαστικής παραδόσεως.

 

Στην Πατερική παράδοσι όμως υπάρχει μία σαφής διάκρισις μεταξύ αιώνων και χρόνου. Οπότε ο χρόνος υπάρχει μέσα στους αιώνες, αλλά δεν είναι όλα τα κτίσματα περιωρισμένα μέσα στον χρόνο. Διότι υπάρχουν ωρισμένα κτίσματα (τα αγγελικά τάγματα, οι δαίμονες και οι ψυχές των κεκοιμημένων), τα οποία είναι ανεξάρτητα από τον χρόνο, διότι ζουν μέσα στους αιώνες και όχι μέσα στον χρόνο. Και γι’ αυτόν τον λόγο κινούνται με αστραπιαία ταχύτητα. Γι’ αυτό οι άγγελοι και οι δαίμονες και οι ψυχές των κεκοιμημένων Αγίων μετακινούνται τόσο γρήγορα, ώστε φαίνεται ότι βρίσκονται σε πολλά μέρη συγχρόνως. Δηλαδή δεν περιορίζονται από τον χώρο και τον χρόνο.

 

β) Από την αίρεσι του Αρείου περί Ενσαρκώσεως.

 

Κατά την διάρκεια της διαμάχης μεταξύ των Ορθοδόξων και των Αρειανών υπήρχαν ωρισμένα σημεία επαφής μεταξύ των δύο. Ότι δηλαδή μόνον ο Θεός γνωρίζει την ουσία Του και ότι ο Θεός έχει ουσιώδη ενέργεια, η οποία δεν ταυτίζεται με την ουσία Του (διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας). Γι’ αυτόν τον λόγο ο Θεός όταν δημιουργή τον κόσμο, τον δημιουργεί όχι κατ’ ουσίαν, αλλά κατά βούλησιν και κατ’ ενέργειαν. Οπότε υπάρχει ένωσις της ακτίστου ενεργείας του Θεού με τα κτίσματα. Βέβαια μεταξύ τους οι διάφορες μορφές της ακτίστου ενεργείας του Θεού δεν ταυτίζονται.

 

Διότι δεν είναι το ίδιο πράγμα η δημιουργική ενέργεια του Θεού με την συντηρητική ενέργεια του Θεού ή με την καθαρτική ενέργεια του Θεού ή με την φωτιστική ενέργεια του Θεού ή με την θεωτική ενέργεια του Θεού. Δεν υπάρχει μεταξύ τους ταυτότης, διότι, αν υπήρχε ταυτότης, τότε όλα τα κτίσματα θα μετείχαν στην θεωτική ενέργεια του Θεού. Αυτά όλα προέρχονται από εμπειρία της θεώσεως των Πατέρων και είναι τα θεμέλια της διδασκαλίας τους εναντίον των αιρετικών. Δηλαδή, η αφετηρία της Πατερικής διδασκαλίας είναι η διαφοροποίησις, η διάκρισις, μεταξύ των ενεργειών του Θεού.

 

Αυτά οι Αρειανοί τα πήραν και τα φιλοσοφοποίησαν. Δέχθηκαν την διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας, έκαναν την μάχη τους εναντίον της Εκκλησίας και είπαν ότι ο Λόγος δεν γνωρίζει την ουσία του Θεού. Απόδειξις τούτου, είπαν, είναι ότι δεν έχει όλες τις ενέργειες του Θεού. Απόδειξις γι’ αυτό, λένε, είναι ότι δεν γνωρίζει την ημέρα της Κρίσεως, ότι δηλαδή αγνοεί ωρισμένα πράγματα, τα οποία γνωρίζει μόνον ο Πατήρ. Επομένως, εφ’ όσον δεν έχη όλην την γνώσι, αυτό σημαίνει ότι δεν έχει και την ουσία του Θεού.

 

Μέσα σ’ αυτήν την διαμάχη και οι Αρειανοί και οι Ορθόδοξοι πήραν ολόκληρη την Αγία Γραφή και την χώρισαν και έκαναν τρεις στήλες, στις οποίες κατέγραψαν μία-μία όλες τις ενέργειες κάθε Προσώπου της Αγίας Τριάδος που αναφέρονται στην Αγία Γραφή. Είπαν δηλαδή αυτές είναι οι ενέργειες του Πατρός, αυτές του Λόγου και αυτές του Αγίου Πνεύματος. Έκαναν δηλαδή μία ταξινόμησι.

 

Οι Ορθόδοξοι, με τον τρόπο αυτό, βρήκαν ότι όλες τις ενέργειες που έχει ο Πατήρ, τις έχει και ο Υιός και όλες τις ενέργειες που έχουν ο Πατήρ και ο Υιός, τις έχει και το Πνεύμα το Άγιον. Αυτά τα είπαν οι Ορθόδοξοι. Οπότε ταυτίζονται οι ενέργειες του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Άρα ταυτίζεται η ουσία Τους. Διότι αυτές οι ενέργειες είναι οι φυσικές ενέργειες της ουσίας. Οπότε μεταξύ των τριών υποστάσεων υπάρχει κοινωνία ουσίας και ουσιώδους ενεργείας. Αυτή είναι η διδασκαλία των Πατέρων.

 

Εμφανίζεται όμως ο Άρειος και λέγει: Στοπ. Όχι, δεν είναι έτσι. Ο Πατήρ έχει όλες αυτές τις ενέργειες, αλλά ο Λόγος δεν έχει όλες αυτές τις ενέργειες. Ο Λόγος έχει μόνο ωρισμένες ενέργειες. Μετά, λέγει, ούτε το Πνεύμα το Άγιο έχει όλες τις ενέργειες που έχει ο Λόγος. Έτσι προκλήθηκε η διαμάχη που κράτησε όλα αυτά τα χρόνια, από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.) μέχρι την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381 μ.Χ.).

 

Οι Πατέρες της Εκκλησίας απήντησαν στους Αρειανούς, ότι το κατ’ ουσίαν δεν σημαίνει το κατ’ ανάγκην, όπως αυτοί υπεστήριζαν και επομένως το ότι ο Πατήρ γεννά τον Λόγον κατ’ ουσίαν δεν έχει καμμία σχέσι με το φιλοσοφικό πρόβλημα που έθεσε ο Άρειος. Διότι, όπως το κατά βούλησιν δεν σημαίνει το κατ’ ανάγκην στον Θεό, έτσι ούτε το κατ’ ουσίαν σημαίνει το κατ’ ανάγκην στον Θεό. Και, όταν μιλάμε για κατ’ ουσίαν, μιλάμε εξ επόψεως της εμπειρίας της θεώσεως και όχι εξ επόψεως κάποιου φιλοσοφικού προβλήματος.

 

Αλλά, έστω, και φιλοσοφικό να ήταν το πρόβλημα, εφ’ όσον ξέρωμε ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου, εκείνο που υπάρχει στην κτίσι δεν σημαίνει ότι υπάρχει και στον Θεό. Εμείς μιλάμε για τον Θεό με ανθρώπινη γλώσσα και με ανθρώπινα νοήματα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτά εφαρμόζονται στον Θεό κυριολεκτικά. Διότι απλούστατα στην εμπειρία της θεώσεως καταργούνται όλες οι προφητείες και ερμηνείες της Αγίας Γραφής, όλες οι γλώσσες και τα νοήματα, καθώς και όλη η ανθρώπινη γνώσι που αφορά στον Θεό. Διότι ο Θεός υπερβαίνει όλα τα ανθρώπινα.

 

Υπάρχει ένα ωραίο κομμάτι στον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ο οποίος λέγει ότι στην εμπειρία της θεώσεως ο άνθρωπος διακρίνει ότι ο Θεός ούτε Μονάς είναι ούτε Τριάς είναι ούτε Ενάς είναι ούτε Θεός είναι ούτε Αγάπη είναι κλπ.! Διότι δεν υπάρχουν ονόματα ή νοήματα, που να μπορούν να αποδώσουν το τι είναι ο Θεός. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να συλλάβη τον Θεό. Αυτό αποκλείεται. Τα νοήματα και οι λέξεις χρησιμοποιούνται μόνον ως οδηγοί προς τον Θεό και όχι για να αποδώσουν ή να εξηγήσουν κάτι από τον Θεό.

 

Η ουσία της Αρειανικής διδασκαλίας είναι ότι τα κατ’ ουσίαν και κατά φύσιν σημαίνουν κατ’ ανάγκην, ενώ τα κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν σημαίνουν ελευθερία στον Θεό. Οπότε, επειδή ο Θεός είναι ελεύθερος, γίνεται από αυτούς η διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό για να διαφυλάσσεται η ελευθερία στον Θεό. Έτσι, όταν ο Θεός δημιουργή τον κόσμο, τον δημιουργεί απόλυτα ελεύθερα, χωρίς να είναι της ουσίας Του ή της φύσεώς Του ανάγκη να δημιουργή τον κόσμο. Τον δημιούργησε δηλαδή επειδή το ήθελε και μόνο. Αν δε το ήθελε, δεν θα εδημιουργούσε τον κόσμο.

 

Έτσι δεν ισχύουν τα επιχειρήματα των Πλατωνικών και Αριστοτελικών (διότι δεν είναι υποχρεωμένος ο Θεός να δημιουργήση κάτι για να τελειοποιηθή ο ίδιος), καθώς και τα επιχειρήματα των Γνωστικών με τις απόρροιές τους εκ του υψίστου όντος, που η δημιουργία του κόσμου καταντά να είναι μία πτώσις από το ύψιστο ον προς τα κάτω ή μία άρνησις ή μία αδυναμία, ή μία άγνοια κλπ.

 

Αυτή λοιπόν η φιλοσοφική γραμμή που καθιερώθηκε από τους αιρετικούς στην περιοχή της Αντιοχείας ήταν πάρα πολύ ισχυρή. Γι’ αυτό έγιναν Χριστιανοί πάρα πολλοί ειδωλολάτρες εξ αιτίας αυτής της επιχειρηματολογίας. Παρά ταύτα η Εκκλησία απέρριψε αυτήν την γραμμή. Γιατί όμως;

 

Ο Άρειος κατηγορεί τον Μέγα Αθανάσιο ότι εισάγει ανάγκη στον Θεό, όταν λέγη ότι ο Πατήρ κατά φύσιν γεννά τον Λόγον και όχι κατά βούλησιν, όπως υπεστήριζε ο Άρειος. Τον κατηγορεί δηλαδή ότι, με αυτό που λέγει, είναι σαν να λέγη ότι ο Πατήρ κατ’ ανάγκην γεννά τον Λόγον και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα. Οι Πατέρες όμως θεωρούν την γέννησι του Λόγου και την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος ότι είναι της φύσεως του Θεού. Όχι της βουλήσεως του Θεού. Η Ενσάρκωσις βέβαια είναι της βουλήσεως του Θεού, οπότε έχομε σ’ Αυτήν την φυσική ένωσι των δύο φύσεων του Χριστού. Γιατί λοιπόν οι Πατέρες απέρριψαν την διδασκαλία αυτήν του Αρείου;

 

Το πρόβλημα του Αρείου ποιο ήταν; Ο Άρειος συμφωνούσε με την Αποφατική Θεολογία στο ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίση την ουσία του Θεού. Στην Πατερική παράδοσι ο Θεός είναι ακατάληπτος και άγνωστος κατά την ουσία Του. Στην Δυτική αρχαία παράδοσι το ίδιο ίσχυε με εξαίρεση όμως τον Αυγουστίνο. Όταν οι Πατέρες λένε ότι είναι γνωστός ο Θεός κατά την ενέργεια, δεν σημαίνει αυτό ότι έχομε νοησιαρχική γνώσι της ενεργείας του Θεού, αλλά ότι η ενέργεια μετέχεται από τους φωτισμένους και θεουμένους. Κατά του Πατέρες μπορούν να γίνουν γνωστές ωρισμένες ενέργειες του Θεού εξ επόψεως νοησιαρχικής από τα αποτελέσματα του Θεού επάνω στην κτιστή φύσι. Αλλά η πραγματική γνώσις των ενεργειών του Θεού βρίσκεται στην εμπειρία του φωτισμού και της θεώσεως και όχι στην νοησιαρχική γνώσι, η οποία είναι αποτέλεσμα παρατηρήσεως και φιλοσοφικού στοχασμού επάνω στις επενέργειες του Θεού στην κτίσι.

 

Λοιπόν ο Άρειος είναι οπαδός της Αποφατικής θεολογίας και επιμένει ότι ο Θεός είναι ακατάληπτος και άγνωστος κατά την ουσία Του σε σημείο μάλιστα που να λέγη ότι και ο ίδιος ο Λόγος δεν γνωρίζει την ουσία του Θεού. Αλλά, εάν πούμε ότι ούτε ο Λόγος γνωρίζει την ουσία του Θεού, τότε βάσει αυτής της υποθέσεως, αφού δηλαδή ο Θεός δεν έχη κατ’ ουσίαν σχέσεις ούτε με τον Λόγο, γιατί το κατ’ ουσίαν να σημαίνη υποχρεωτικά το κατ’ ανάγκην στον Θεό; Επειδή αυτό συμβαίνει στον σπόρο, δηλαδή στη φύσι;

 

Εν τω μεταξύ όμως είχε εμφανισθή και η αίρεσις των Νεστοριανών. Και ενώ κατά τους Αρειανούς ο Θεός δεν μπορεί να έχη κατ’ ουσίαν σχέσι με ετερούσια ύπαρξι, με άλλη υπόστασι δηλαδή, ο Θεόδωρος Μοψουεστίας έλεγε ότι ο Θεός έχει κατ’ ουσίαν σχέσεις με την υπόστασι του Λόγου, καθώς και με την υπόστασι του Αγίου Πνεύματος, αλλά όχι με τα κτίσματα, τα οποία είναι εκ του μηδενός. Οπότε δέχθηκε ότι εντός της Αγίας Τριάδος ο Πατήρ έχει κατ’ ουσίαν σχέσεις με τον Λόγον και με το Πνεύμα το Άγιον, αλλά όχι η Αγία Τριάδα με τα κτίσματα.

 

Γι’ αυτόν τον λόγο δέχθηκε ένα τριαδολογικό σχήμα, το οποίο είναι κατά το μάλλον ή ήττον Ορθόδοξο, αλλά έπεσε έξω ως προς την Ενσάρκωσι. Διότι δεν μπορούσε να δεχθή ότι εν Χριστώ ο Λόγος ενώθηκε καθ’ υπόστασιν και κατά φύσιν με την ανθρωπίνη Του φύσι. Απορρίπτει δηλαδή την κατά φύσιν ένωσι των δύο φύσεων εν Χριστώ. Διότι κράτησε την φιλοσοφική προϋπόθεσι ότι οι κατ’ ουσίαν σχέσεις του Θεού είναι κατ’ ανάγκην σχέσεις και δέχθηκε ότι μόνον οι κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν σχέσεις είναι ελεύθερες σχέσεις. Αυτή είναι η αίρεσις του Νεστοριανισμού, η οποία δεν δέχεται κατά φύσιν ένωσι του Λόγου με την ανθρωπίνη Του φύσι, αλλά κατά βούλησιν και κατ’ ευδοκίαν.

 

Μέχρις αυτού του σημείου έχομε μία ομοιομορφία στα επιχειρήματα εναντίον των αιρετικών. Οι Πατέρες της Εκκλησίας και εναντίον των Αρειανών και εναντίον των Νεστοριανών αντέταξαν ότι το κατά φύσιν δεν σημαίνει το κατ’ ανάγκην, δεν σημαίνει δηλαδή εξαναγκασμό. Για ποιον λόγο όμως;

 

Ο σπόρος ενός δένδρου μπορεί να πη ποτέ, εφ’ όσον ποτίζεται και φροντίζεται, ότι εγώ δεν θα μεγαλώσω; Όχι, βέβαια. Διότι υπάρχει μέσα του, κατά τον Αριστοτέλη, η εσωτερική εντελέχεια, ώστε αυθόρμητα ο σπόρος εξελίσσεται σε δένδρο υπό τις κατάλληλες συνθήκες, είτε το θέλει είτε όχι. Ο σπόρος λειτουργεί έτσι κατά φύσιν, κατ’ ουσίαν. Δηλαδή υπάρχει μία εσωτερική ανάγκη που τον ωθεί να τελειοποιηθή γινόμενος δένδρο, όταν οι κλιματολογικές συνθήκες τον ευνοήσουν.

 

 Ο Αριστοτέλης πήρε παράδειγμα από αυτήν την διδασκαλία της κτιστής φύσεως και την απέδωσε στο άκτιστο. Την στιγμή όμως που κάποιος πάρει κατηγορήματα από την κτιστή φύσι και τα αποδώσει στην άκτιστη φύσι, πλανάται. Αυτό είναι λάθος. Έτσι στην επιχειρηματολογία αυτή εναντίον της Εκκλησίας που προέβαλαν οι ειδωλολάτρες, ότι δηλαδή ο Θεός έχει ανάγκη από τον κόσμο για να τελειοποιηθή και τον έκτισε για να τελειοποιηθή, αντιτάχθηκε η επιχειρηματολογία των αιρετικών, οι οποίοι αντιμετώπισαν μεν την παραπάνω επιχειρηματολογία των ειδωλολατρών, βασιζόμενοι όμως στην φιλοσοφική διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό.

 

Βάσει αυτής «απήλλαξαν» τον Θεό από τον εξαναγκασμό να δημιουργήση τον κόσμο, πράγμα που καθιστά τον Θεό ελεύθερο, αν θέλη να δημιουργήση, και τον διαφοροποιεί από τον σπόρο, που θέλει – δεν θέλει θα αναπτυχθή σε δένδρο, επειδή δεν μπορεί να κάνη διαφορετικά. Αυτήν όμως την επιχειρηματολογία, που προέβαλε η ομάδα του

Παύλου του Σαμοσατέως και του Αρείου, οι Πατέρες την απέρριψαν. Γιατί όμως; 

 

Κατά τους Αρειανούς το κατά βούλησιν σημαίνει ελεύθερη ενέργεια, ενώ το κατ’ ουσίαν σημαίνει αναγκαστική ενέργεια. Ο Θεόδωρος Μοψουεστίας είπε ότι εξαιρούνται από τον κανόνα αυτόν τα ομοούσια. Δηλαδή, όταν υπάρχουν ομοούσια, όπως τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, τότε αυτά μπορούν να έχουν κατ’ ουσίαν σχέσεις, εφ’ όσον ο Θεός είναι το αναγκαίον ον, εκείνο δηλαδή που υπάρχει αναγκαστικά. Έτσι οι Νεστοριανοί εδέχοντο ότι στην Αγία Τριάδα ο Πατήρ κατ’ ουσίαν γεννά τον Υιόν και κατ’ ουσίαν εκπορεύει το Πνεύμα το Άγιο. Αλλά στην Ενσάρκωσι, έλεγαν, δεν μπορεί να υπάρχη κατ’ ουσίαν σχέσις του Λόγου με την ανθρωπίνη φύσι του Χριστού και γι’ αυτό η Ενσάρκωσις είναι μόνο κατ’ ευδοκίαν και κατ’ ενέργειαν. Γι’ αυτό και κατεδικάσθησαν.

 

Ο Άρειος κατεδικάσθη, διότι επέμενε όχι στην κατ’ ουσίαν, αλλά στην κατ’ ενέργειαν σχέσι του Πατρός με τον Λόγον και το Άγιο Πνεύμα. Οι Νεστοριανοί κατεδικάσθησαν, διότι δεν εδέχθησαν την φυσική, δηλαδή την υποστατική ένωσι εν Χριστώ του Λόγου με την ανθρωπίνη φύσι του Χριστού. Δηλαδή οι Νεστοριανοί, ενώ έκαναν εξαίρεσι στο δόγμα της Αγία Τριάδος, διετήρησαν στην Χριστολογία αυτήν την φιλοσοφική αρχή, για να μπορέσουν να διατηρήσουν την φιλοσοφία τους για ιεραποστολικούς σκοπούς με τους ειδωλολάτρες, ως φαίνεται. Ήλθε όμως η Εκκλησία και τους είπε ότι όχι μόνο στην Αγία Τριάδα, αλλά ούτε στην Χριστολογία μπορεί να σταθή αυτή η επιχειρηματολογία, ότι δηλαδή το κατ’ ουσίαν δεν εφαρμόζεται και ότι σημαίνει το κατ’ ανάγκην.

 

Πως λοιπόν μπορεί κανείς να κρίνη και να απορρίψη τον ισχυρισμό των αιρετικών ότι το κατ’ ουσίαν σημαίνει το κατ’  ανάγκην στον Θεό και ότι το κατά βούλησιν και το κατ’ ενέργειαν σημαίνουν ελευθερία;

 

Αυτή η επιχειρηματολογία καλύπτει μία περίοδο μέχρι την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο και ξαναεμφανίζεται στην Σχολαστική Θεολογία, η οποία ακολούθησε την Θεολογία του Αυγουστίνου. Και αυτός ο προβληματισμός βλέπομε να διατηρήται στις Οικουμενικές Συνόδους, στον φιλοσοφικό χώρο, ως και στην Δυτική ιστορία της φιλοσοφίας, μέχρι των ημερών μας. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι δεν δέχονται την Χριστιανική διδασκαλία περί της δημιουργίας του κόσμου, διότι δεν μπορούν να φαντασθούν ότι ο Θεός δεν έχει κάποια ανάγκη να δημιουργήση τον κόσμο. Οπότε το θέμα την ελευθερίας είναι μεγάλη υπόθεσι.

 

 Οι Πατέρες μιλάνε για τα Ορθόδοξα δόγματα σε πάρα πολύ απλή γλώσσα. Γίνονται όμως δύσκολοι, όταν αρχίζουν να ασχολούνται με τις αιρέσεις. Πως λοιπόν οι Πατέρες αντιμετώπισαν τους Αρειανούς και τους Νεστοριανούς επάνω στο θέμα αυτό; Ποια ήταν η απάντησις του Μεγάλου Αθανασίου Αλεξανδρείας, καθώς και του Κυρίλλου Αλεξανδρείας εναντίον του Θεοδώρητου Κύρου και του Νεστορίου επάνω στα θέματα αυτά; Συμβαίνει η ίδια απάντησις να δίδεται σε όλους τους αιρετικούς. Η ίδια απάντησις δίδεται και στην Α΄ και στην Β΄ και στην Γ΄ και στην Δ΄ και στην Ε΄ Οικουμενικές Συνόδους εναντίον των αιρετικών.

 

Και η απάντησις αυτή  είναι η εξής:

Τα κατηγορήματα, όπως ανάγκη και ελευθερία, που είναι παρμένα από τον κτιστό κόσμο, δεν έχουν καμμία σχέσι με τον Θεό. Δηλαδή, εφ’ όσον δεν υπάρχει ομοιότης μεταξύ Θεού και κτισμάτων, δεν υπάρχει και το φιλοσοφικό πρόβλημα που θέτει ο Αριστοτέλης περί δυνάμει και ενεργεία καταστάσεων στον Θεό. Τα Αριστοτελικά φιλοσοφικά κατηγορήματα είναι παρμένα από την φύσι.

 

Στην φύσι δεδομένων των καταλλήλων συνθηκών εκείνο που είναι δυνάμει γίνεται ενεργεία. Γιατί; Διότι είναι η φύσις του τέτοια. Δηλαδή αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένας εξαναγκασμός μέσα στην φύσι του να εξελιχθή στην τελική του μορφή. Οπότε, αφού δεν υπάρχη ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου, συμβαίνει και στην Αγία Γραφή και στην Θεολογία, που προσπαθούν να περιγράψουν τις εμπειρίες αποκαλύψεως του ακτίστου, να γίνεται μία προσπάθεια να περιγραφούν τα απερίγραπτα. Αυτό όμως κυριολεκτικά δεν μπορεί να γίνη.

 

Ο Θεός είναι απερίγραπτος, οπότε δεν μπορούμε να πάρωμε το φιλοσοφικό πρότυπο περί εντελεχείας του Αριστοτέλους, που βασίζεται σε παρατηρήσεις από την κτιστή φύσι ούτε να αναφέρωμε κανόνες από την φιλοσοφία του Αριστοτέλους, που είναι παρμένοι από τα ορατά και τα κτιστά ή και από τα δικά του μεταφυσικά (μετά τα φυσικά), μερικά από τα οποία είναι επίσης ορατά και να τους εφαρμόσωμε στον Θεό, σε Κάποιον δηλαδή που δεν μοιάζει με τα κτίσματα.

 

Π.χ. λέμε ότι εκείνος ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, ο οποίος άλλα κάνει κατά φύσιν (για τα οποία δηλαδή δεν μπορεί να κάνη αλλιώς, τουτέστιν να μη τα κάνη) και άλλα κατά βούλησιν, τα οποία αν θέλη τα κάνει. Στην ζωή του ανθρώπου φαίνεται σαφώς η διάκρισις αυτή μεταξύ του κατά φύσιν και του κατά βούλησιν. Π.χ., εάν ο άνθρωπος θέλη να κάνη παιδιά, εδώ συνήθως έχωμε κάποιο συνδυασμό του κατά φύσιν και του κατά βούλησιν. Δεν μπορεί να κάνη παιδιά μόνο κατά βούλησιν, δηλαδή μόνο με το μυαλό του.

 

Η απόφασις του να κάνη παιδιά δεν δημιουργεί αυτόματα παιδιά. Αλλά πρέπει να υπάρξη συνδυασμός βουλήσεως και πράξεως. Εδώ ο άνθρωπος δεν ενεργεί μόνο κατά φύσιν, αλλά ενεργεί συλλογιστικά, βάσει της γνώσεως και αναλύσεως των προϋποθέσεων και αναγκών και επιθυμιών που έχει και κάνει μία επιλογή. Μόνο στον κτιστό λογικό κόσμο υπάρχει το χαρακτηριστικό να κάνη κανείς κατά φύσιν και κάτι άλλο κατά βούλησιν. Στον Θεό όμως δεν μπορούν να αποδοθούν αυτά τα κατηγορήματα. Αυτή είναι η απάντησις.

 

Οπότε η φιλοσοφική διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, που βασίζεται στα Αριστοτελικά φιλοσοφικά κατηγορήματα, δεν έχει έννοια προκειμένου περί του Θεού. Δεν μπορεί να εφαρμοσθή στον Θεό. Η διάκρισις ουσίας και ενεργείας, που κάνουν οι Πατέρες, προέρχεται από την εμπειρία της θεώσεως.

 

 Η βασική ουσιαστική αίρεσις όλων αυτών των αιρετικών ρευμάτων και φιλοσοφικών τάσεων είναι η απόρριψις της Αποφατικής Θεολογίας. Δηλαδή του ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμμία ομοιότης. Οπότε δεν μπορούμε να αποδώσωμε στον Θεό κατηγορήματα παρμένα από την Αριστοτελική ή την αντι-Αριστοτελική φιλοσοφία. Με τον όρο αντί- Αριστοτελική φιλοσοφία εδώ εννοούμε εκείνην την φιλοσοφία που γίνεται μεν με βάσι την διάκρισι μεταξύ της ουσία και της ενεργείας του Θεού που προέρχεται από την εμπειρία της θεώσεως, αλλά η οποία μετατρέπεται σε φιλοσοφία, δηλαδή φιλοσοφοποιείται από τους αιρετικούς. Σ’ αυτούς, η Πατερική διάκρισις από εμπειρική γίνεται οντολογική διάκρισις.

 

 Η Πατερική όμως διάκρισις δεν έχει καμμία σχέσι με την οντολογία. Αυτό κανείς θα το καταλάβη, αν διαβάση Διονύσιο Αρεοπαγίτη, ο οποίος λέγει ότι, όταν κανείς φθάση στην θέωσι, τότε καταλαβαίνει ότι ο Θεός ούτε Μονάς είναι ούτε Τριάς είναι ούτε Ενάς είναι ούτε Θεός είναι! Δηλαδή όλα τα ονόματα και νοήματα που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος καθ’ οδόν προς την θέωσι, όλα αυτά καταργούνται στην θέωσι, διότι ο Θεός δεν ταυτίζεται με κανένα από τα ονόματα ή νοήματα που Του αποδίδει ο άνθρωπος. Αυτή η γνώσις προέρχεται από την εμπειρία του δοξασμού και της θεώσεως. Αυτό το περιγράφει ο απόστολος Παύλος πολύ καθαρά. Λέγει: «Γλώσσαι παύσονται, προφητείαι καταργηθήσονται και γνώσεις καταργηθήσονται» 132. Αυτό λέγει και ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης.

 

Βάσει λοιπόν της Αποφατικής Θεολογίας οι Πατέρες ανέτρεψαν και τον Αρειανισμό και τον Νεστοριανισμό. Και τον Αρειανισμό, το τονίζω, που φαίνεται ότι είναι αποφατικός, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Διότι, όταν λέγη ο Άρειος, ότι, ούτε ο Λόγος ξέρει την ουσία του Θεού, αυτό τι σημαίνει; Καλά, ο Λόγος δεν ξέρει την ουσία του Θεού. Ο Άρειος, όμως, από που ξέρει ότι το κατ’ ουσίαν σημαίνει το κατ’ ανάγκην στο Θεό; Δηλαδή, ο ίδιος ο Άρειος προδίδει τον εαυτό του, διότι από που έμαθε ο Άρειος ότι η ουσία του Θεού είναι το αναγκαίον ον;

 

Στην Σχολαστική Θεολογία είναι που μιλάνε για αναγκαίον ον το οποίον, κατ’ αυτούς, είναι ο Θεός. Στην Πατερική Θεολογία όμως αυτός ο τρόπος σκέψεως δεν υπάρχει, διότι, εφ’ όσον δεν γνωρίζωμε την ουσία του Θεού, άρα δεν μπορούμε να αποδώσωμε στον Θεό ούτε το κατηγόρημα αναγκαίον ον.

 

Γι’ αυτό οι Πατέρες λένε ότι, εάν τα κτιστά είναι όντα, τότε ο Θεός είναι μη ον. Και, εάν ο Θεός είναι ον (ο ων), τότε τα κτιστά είναι μη όντα. Που σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Αυτό το δόγμα είναι το ποιο βασικό δόγμα τη Ορθοδόξου Θεολογίας και είναι απόρροια της εμπειρίας της θεώσεως και όχι του φιλοσοφικού στοχασμού. Η Αποφατική Θεολογία δεν είναι φιλοσοφία, αλλά είναι ταυτόσημη με την εμπειρία της θεώσεως και τίποτε άλλο.

 

Η επιχειρηματολογία των Πατέρων της Εκκλησίας, βάσει της οποίας επεχείρησαν να αποδείξουν ότι ο Λόγος γνωρίζει την ουσία του Πατρός και έχει όλην την ενέργεια του Πατρός, εβασίζετο σε ωρισμένους γενικούς κανόνες, τους οποίους ακολούθησαν και οι Αρειανοί και οι Ορθόδοξοι.

 

Και οι δύο συμφωνούσαν πρώτα – πρώτα στο ότι η ουσία του Θεού διακρίνεται από την ενέργεια του Θεού. Και οι δύο τους κληρονόμησαν από την Παράδοσι την διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας, ότι δηλαδή η ουσία του Θεού είναι αμέτοχος στα κτίσματα, μετέχεται όμως η ενέργεια του Θεού από ωρισμένα κτίσματα. Όχι όμως σε όλες τις μορφές της - διότι η μία ενέργεια του Θεού διακρίνεται σε πολλές επιμέρους ενέργειες -, αλλά σε όσες ο Θεός επιτρέπει στα κτίσματα να μετέχουν.

 

Π.χ. όλα τα κτίσματα μετέχουν στην δημιουργική ενέργεια του Θεού και στην προνοητική ενέργεια του Θεού (Θεία Πρόνοια). Μόνο όμως ωρισμένα από τα κτίσματα μετέχουν εκτός των ανωτέρω και στην γνωστική ενέργεια του Θεού ή στην θεωτική ενέργεια του Θεού. Θεωτική ενέργεια είναι η ενέργεια μέσω της οποίας ο άνθρωπος βλέπει τον Θεό.

 

Στην Πατερική παράδοσι υπάρχουν δύο θεώσεις. Η μία θέωσις είναι ουσιώδης, είναι δηλαδή της ουσίας του Θεού. Υπάρχει κατοχή της ουσίας του Θεού. Σ’ αυτήν μετέχουν μόνο ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, διότι η ουσία της Αγίας Τριάδος είναι γνωστή μόνο στην Αγία Τριάδα.

 

Το μόνο κτίσμα όμως, που έχει μέθεξι σ’ αυτήν την θέωσι, είναι η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού. Οπότε ο Χριστός ως Θεός, αλλά και ως άνθρωπος έχει ως θέωσι την ουσία του Θεού. Δηλαδή η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού δεν μετέχει απλώς μόνο στις άκτιστες ενέργειες του Θεού, αλλά μετέχει και στην ουσία του Θεού. Γι’ αυτό η εν Χριστώ ένωσις των δύο φύσεων, Θείας και ανθρωπίνης είναι και κατ’ ουσίαν και καθ’ υπόστασιν και κατά φύσιν ένωσις. Αυτήν την ορολογία την βρίσκει κανείς στους Πατέρες της Εκκλησίας.

 

Οπότε ο Χριστός γνωρίζει την ουσία της Αγίας Τριάδος και ο Χριστός είναι η πηγή της δόξης του Θεού, δηλαδή η πηγή των ακτίστων ενεργειών του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος, εφ’ όσον υπάρχη υποστατική ένωσις του Λόγου με την ανθρωπίνη φύσι του Χριστού. Διότι κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδος είναι και φυσική πηγή των ακτίστων ενεργειών, επειδή και τα τρία Πρόσωπα έχουν την άκτιστη ουσία του Πατρός.

Βέβαια ο Λόγος και το Πνεύμα έχουν την ουσία εκ του Πατρός. Μαζί δε με την ουσία έχουν και την ουσιώδη ενέργεια της ουσίας και την ουσιώδη δύναμη της ουσίας από τον Πατέρα. Και δεν μετέχουν κατά χάριν στην ουσία του Πατρός, αλλά κατέχουν την ουσία του Πατρός. Διότι ο Πατήρ τους έδωσε ό,τι έχει ο ίδιος. Πάντα όσα έχει ο Πατήρ έδωσε και στον Λόγο και στο Πνεύμα το Άγιο.

 

Οπότε ο Πατήρ είναι υπόστασις και έχει τον τρόπο της υπάρξεώς Του, που είναι το αγέννητον. Αλλά έχει και την ουσία Του, καθώς και την ουσιώδη ενέργεια της ουσίας. Στον Λόγο, ο Πατήρ είναι η αιτία της υπάρξεως του Λόγου ως υποστάσεως, αλλά δεν είναι η αιτία της υπάρξεως της ουσίας του Λόγου ή της ενεργείας του Λόγου. Διότι ο Πατήρ έδωσε στον Λόγο την ιδική Του ουσία και την ουσιώδη ενέργεια.

 

Οπότε ο Λόγος κατά φύσιν έχει την ουσία και την ενέργεια του Πατρός. Δηλαδή υπάρχει ταυτότης ουσίας και ενεργείας στον Πατέρα και στον Λόγο. Αλλά ο Λόγος έχει και την ύπαρξί Του από τον Πατέρα. Την ύπαρξι δηλαδή της υποστάσεώς Του. Όμως κατά διαφορετικό τρόπον από εκείνον που έχει την ουσία και την ενέργεια. Η υπόστασις του Λόγου γεννάται. Γι’ αυτόν τον λόγο από τους Πατέρες διακρίνεται ο τρόπος υπάρξεως της υποστάσεως του Λόγου, καθώς και του Αγίου Πνεύματος από την κοινωνία της ουσίας και ενεργείας. Η υπόστασις του Λόγου γεννάται, ενώ η υπόστασις του Αγίου Πνεύματος εκπορεύεται εκ του Πατρός.

 

Οπότε στα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος υπάρχει κοινωνία ουσίας και ενεργείας, αλλά δεν υπάρχει κοινωνία υποστάσεως. Γι’ αυτό οι Πατέρες λένε ότι υπάρχει κοινωνία της ουσίας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά δεν υπάρχει κοινωνία Προσώπων. Τα Πρόσωπα, δηλαδή οι υποστάσεις, είναι ακοινώνητα. Αυτό χρήζει ιδιαιτέρας προσοχής, διότι υπάρχουν συγγράμματα που κυκλοφορούν και τα οποία ομιλούν για κοινωνία των Προσώπων της Αγίας Τριάδος ή για κοινωνία των υποστάσεων.

 

Και γίνεται κάποια προσπάθεια να οικοδομηθή βάσει αυτής της ορολογίας μία Κοινωνιολογία της Χριστιανικής πίστεως. Η Αγία Τριάδα φυσικά δεν έχει καμμία σχέσι με την ανθρώπινη Κοινωνιολογία. Εάν δημιουργήσωμε μία Κοινωνιολογία που να έχη σχέσι με τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, θα πρέπη τότε να πούμε ότι οι Πατέρες διδάσκουν αντι-Κοινωνιολογία, δηλαδή αντικοινωνικότητα των Προσώπων, εφ’ όσον λένε σαφώς ότι τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι ακοινώνητα.

 

Αυτές τις διακρίσεις ο Άρειος δεν τις δέχθηκε, διότι, για τον Άρειο υπάρχει κοινωνία στην ενέργεια, μερική όμως. Διότι αυτή η κοινωνία δεν είναι απλώς μία κοινωνία, αλλά είναι μία μέθεξις. Δηλαδή μετέχει ο Υιός στην Θεότητα του Πατρός, όσο ο Πατήρ μπορεί να μετέχη στον Υιό. Όπως δηλαδή ένας άνθρωπος, που, όταν θεούται, μπορεί να μετέχη της Θεότητος του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά δεν γίνεται ο άνθρωπος πηγή της ουσίας του Θεού. Μπορεί ο άνθρωπος, ο θεούμενος να γίνη πηγή της Θείας Χάριτος, όπως και γίνεται, όχι όμως πηγή κατ’ ουσίαν. Γίνεται πηγή μόνο κατά χάριν, κατ’ ενέργειαν, κατ’ ευδοκίαν. Αλλά ποτέ κατ’ ουσίαν. Οπότε δεν είναι το ίδιο πράγμα οι Άγιοι, που φθάνουν στην θέωσι, με τον Χριστό. Διότι η θέωσις των Αγίων είναι η ενέργεια του Θεού. Η θέωσις όμως του Χριστού είναι η ουσία του Θεού. Αυτό το πράγμα όμως οι αιρετικοί δεν το κατάλαβαν.

 

Μέσα από την Αρειανική έριδα βγήκαν ωρισμένα καλούπια του χαρακτήρος της ορολογίας που εχρησιμοποίησαν οι τότε Πατέρες, τα οποία και χρησιμοποιούνται από όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. Πριν από αυτήν υπάρχει μία ασάφεια στην ορολογία των Πατέρων επάνω στα θέματα αυτά. Μετά όμως την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο υπάρχει κάποια διασάφησις, όχι όμως πλήρης. Η τελική διασάφησις στην ορολογία έγινε στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, όταν εισήχθη πλέον η διάκρισις μεταξύ ουσίας και υποστάσεως. Πριν από αυτήν οι μόνοι που υπεστήριζαν σαφώς την διάκρισι μεταξύ της ουσίας και της υποστάσεως ήταν οι Καππαδόκες Πατέρες της Εκκλησίας (Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης κλπ.), ενώ στους υπολοίπους Πατέρες υπήρχε ασάφεια επάνω στο θέμα αυτό.

 

Γι’ αυτόν τον λόγο το ομοούσιο δεν ήταν αρεστό σε πολλούς «συντηρητικούς» Ορθοδόξους Πατέρες, οι οποίοι αντετάχθησαν στο ομοούσιο, διότι το θεωρούσαν επικίνδυνο, μήπως και εκληφθή με την σημασία του ταυτούσιον (που θα σήμαινε ότι ο Πατήρ ταυτίζεται με τον Υιόν). Διότι, όταν καταδικάσθηκε ο Παύλος ο Σαμοσατεύς, την εποχή εκείνη το ομοούσιος σήμαινε ταυτούσιος. Με την διαφοροποίησι όμως, που έγινε μεταξύ ουσίας και υποστάσεως, ο κίνδυνος το ομοούσιος να σημαίνη ταυτούσιος εξέλιπε και έκτοτε χρησιμοποιείται το ομοούσιος με την έννοια ότι ο Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιον έχουν ταυτότητα ουσίας.

 

Δηλαδή έχουν την ίδια ουσία, αλλά όχι ταυτότητα υποστάσεως. Υπάρχει ταυτότης ουσίας και ενεργείας, αλλά όχι υποστάσεως. Διότι ο Πατήρ είναι υπόστασις, ο Υιός είναι υπόστασις, το Πνεύμα το Άγιον είναι υπόστασις. Τα τρία Πρόσωπα έχουν κοινή ουσία και ουσιώδη ενέργεια. Οπότε το ομοούσιος δεν αναφέρεται στην υπόστασι, αλλά στο ότι ο Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιον έχουν κοινή ουσία. Έτσι, εφ’ όσον διασαφηνίσθηκε το θέμα αυτό κατ’ αυτόν τον τρόπον, το ομοούσιος έγινε αποδεκτό από τους συντηρητικούς Πατέρες της Εκκλησίας, επειδή εδέχθησαν την διάκρισι μεταξύ της ουσίας και της υποστάσεως.

 

Έτσι με όλα αυτά τα επιχειρήματα των Πατέρων φαίνεται ότι οι Αρειανοί κατατροπώθηκαν αρκετά. Μετά όμως εμφανίσθηκε μία ομάδα Αρειανών, οι οποίοι ξεχώρισαν την γραμμή τους από τους Αρειανούς. Αυτοί χρησιμοποίησαν μάλλον Αριστοτελικά επιχειρήματα εναντίον της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Αυτοί ήταν ο Αέτιος και ο Ευνόμιος. Εναντίον του Ευνομίου έχει γράψει και ο Μέγας Βασίλειος, κυρίως όμως ο Γρηγόριος ο Νύσσης, ο οποίος έγραψε το καλύτερο έργο εναντίον του Ευνομίου. Αλλά και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος στα συγγράμματά του επιτίθεται εναντίον του.

 

Ο Ευνόμιος ξεχώρισε την θέσι του από τις θέσεις των Αρειανών σε ωρισμένα κρίσιμα σημεία. Σε διάκρισι από την διδασκαλία του Αρείου ο Ευνόμιος, ο οποίος ήταν επίσκοπος της Εκκλησίας, ταύτισε την άκτιστη ουσία του Θεού με την άκτιστη ενέργεια του Θεού και ξεχώρισε τις κτιστές ενέργειας του Θεού από την άκτιστη ουσία του Θεού. Ενώ δηλαδή στον Άρειο έχουμε άκτιστη ουσία και άκτιστη ενέργεια που διακρίνονται μεταξύ τους, στον Ευνόμιο έχομε άκτιστη ουσία και άκτιστη ενέργεια που ταυτίζονται μεταξύ τους, αλλά διακρίνονται από τις κτιστές ενέργειες. Και τέτοιες είναι πολλές.

 

Ο Ευνόμιος ισχυρίζεται ότι κάθε ενέργεια πρέπει να είναι σύμμετρος με το αποτέλεσμα. Δηλαδή ο Θεός έχει όλη τη δύναμι, όμως δεν χρησιμοποιεί όλη τη δύναμι που έχει, αλλά δημιουργεί ενέργειες, οι οποίες είναι κατώτερες από την δύναμι του Θεού και οι οποίες είναι σύμμετρες με τα αποτελέσματά τους. Οπότε η ενέργεια που έφερε τον Λόγο στην ύπαρξι είναι η ανωτέρα ενέργεια, από τις κτιστές του Θεού, που υπάρχει. Έτσι όλα τα κτίσματα μπαίνουν σε κάποια τάξι, κατεβαίνοντας προς ποιοτικά κατώτερες ενέργειες. Κατά τον Ευνόμιο πάντα, ο Λόγος και το Άγιο Πνεύμα δεν είναι είδη, όλα όμως τα κτίσματα είναι είδη και το καθένα έχει την ενέργειά του.

 

Ο Γρηγόριος Νύσσης κατηγορεί τον Ευνόμιο ότι, αντί να έχωμε Αγία Τριάδα, έχομε Αγία Πεντάδα(!), διότι παρεμβάλλει τις κτιστές ενέργειες, του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος. Έτσι όμως ο πραγματικός Πατέρας του Λόγου δεν είναι η Πρώτη Ουσία, αλλά είναι μία κτιστή ενέργεια. Το Άγιο Πνεύμα επίσης δεν προέρχεται απ’ ευθείας από τον Υιό, αλλά είναι έργο μιας κτιστής ενεργείας του Υιού. Έτσι πρώτα έχομε τον Θεό, μετά την ενέργεια «Πατήρ», μετά τον Λόγο, μετά την ενέργεια «Υιός», μετά το Άγιο Πνεύμα και τέλος όλες τις άλλες ενέργειες των ειδών! Με άλλα λόγια ο Ευνόμιος πήρε τα σχετικά χωρία των Πατέρων και τα διέστρεψε. Είπε ότι ο Θεός, του οποίου κατά τους Πατέρες η ουσιώδης ενέργεια «μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς», είναι μία ουσία που έχει πολλές κτιστές ενέργειες.

 

Εξ επόψεως Αριστοτελικής φιλοσοφίας, εφ’ όσον ο Ευνόμιος ταυτίζη την άκτιστη ουσία με την άκτιστη ενέργεια, αυτό σημαίνει ότι ο Θεός ουσιαστικά δεν έχει απ’ ευθείας σχέσεις με τον κόσμο, αλλά ότι οι σχέσεις του Θεού με τον κόσμο αναπτύσσονται μέσω κτιστών ενεργειών. Οπότε δημιουργείται τώρα μία καινούργια κατάστασις, λέγει ο Ευνόμιος. Ότι δεν είναι σωστό εκείνο που υποστηρίζουν ο Άρειος και οι Αρειανοί, ότι δηλαδή η ουσία του Θεού δεν είναι γνωστή. Ο Ευνόμιος υποστηρίζει ότι η ουσία του Θεού είναι γνωστή και μάλιστα ότι μπορεί να είναι και καταληπτή!

 

Ο Ευνόμιος υποστηρίζει ο ίδιος ότι η ουσία του Θεού είναι γνωστή από τον Λόγο. Οι δε Πατέρες είναι εκείνοι που του προσθέτουν ότι είπε επίσης ότι είναι καταληπτή από τον Λόγο. Ότι είπε μάλιστα ότι η ουσία του Θεού είναι καταληπτή, όχι μόνο από τον Λόγο, αλλά και από τους ανθρώπους. Και τούτο, επειδή κατά τον Ευνόμιο ο ίδιος ο Θεός απεκάλυψε τα ονόματα της ουσίας Του. Το δε κυρίως όνομα της ουσίας Του είναι το αγέννητος. Αλλά και τα άναρχος και ατελεύτητος λέγει ότι είναι επίσης τα ονόματα της ουσίας του Θεού και ότι όλα αυτά τα ονόματα έχουν αποκαλυφθή στους ανθρώπους από τον ίδιο τον Θεό.

 

Μετά από αυτά τον «παραλαμβάνει» ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης και του λέγει: Που το βρήκες το «αγέννητος»; Διότι το όνομα αυτό δεν υπάρχει πουθενά στην Αγία Γραφή! Αλλά και το όνομα «Πατήρ» κατά τον Ευνόμιο είναι ένα όνομα της ενεργείας του Θεού και όχι της ουσίας του Θεού. Ο Ευνόμιος όμως κατηγορείται από τους Πατέρες ότι ταυτίζει επίσημα το όνομα Πατήρ με την ουσία του Θεού. Ο ίδιος όμως λέγει ότι το ταυτίζει με την ενέργεια του Θεού. Τι ακριβώς συμβαίνει, δεν είναι ακόμη γνωστό.

 

 Κατά τον Ευνόμιο λοιπόν ο Θεός έχει πολλές ενέργειες. Τον Λόγο δεν τον κτίζει με την άκτιστη ενέργειά Του δηλαδή κατ’ ουσίαν, διότι δεν παραδέχεται ο Ευνόμιος κατ’ ουσίαν σχέσεις του Πατρός με τον Λόγον. Τι κάνει όμως; Παρεμβάλλει μεταξύ της ακτίστου ουσίας του Θεού και της φύσεως του Λόγου μία κτιστή ενέργεια. Οπότε μετά από την ουσία του Θεού υπάρχει μία κτιστή ενέργεια, η οποία ακολουθεί την άκτιστη ουσία του Πατρός και μέσω αυτής της κτιστής ενεργείας ο Θεός κτίζει τον Λόγο. Μετά παρεμβάλλει και άλλη κτιστή ενέργεια, η οποία κτίζει το Άγιο Πνεύμα.

Αυτές οι ενέργειες είναι απλές ενέργειες. Μία δηλαδή ενέργεια για τον Λόγο και μία για το Άγιο Πνεύμα. Αυτή είναι η αιτία που κατά τον Ευνόμιο υπάρχει ένας Λόγος και ένα Πνεύμα Άγιο.

 

Όσον όμως αφορά στα κτίσματα, υπάρχουν κατά τον Ευνόμιο πολλές ενέργειες του Αγίου Πνεύματος. Για ποιον λόγο; Διότι υπάρχει μία κτιστή ενέργεια για κάθε είδος. Αλλιώς δεν θα υπήρχαν πολλά είδη. Όπως υπάρχει μία ενέργεια που έφερε τον Λόγο στην ύπαρξι, κατά τον ίδιο τρόπο υπάρχει ένα Πνεύμα Άγιο, διότι μία ενέργεια το έφερε στην ύπαρξι και υπάρχουν πολλές ενέργειες του Αγίου Πνεύματος αυτού για τον κόσμο. Επειδή, αν υπήρχε μόνο μία ενέργεια του Αγίου Πνεύματος για τον κόσμο, θα υπήρχε στον κόσμο μόνο ένα είδος.

 

Εδώ βλέπομε το κατάντημα της Πατερικής διδασκαλίας περί της μιας απλής ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, η οποία «μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς», όταν αυτή η διδασκαλία παραλαμβάνεται και διαστρέφεται από την φιλοσοφία.Είναι φύσει αδύνατο να ασχοληθή κανείς με τον Ευνόμιο, αν δεν ξέρη καλά τον Γρηγόριο Νύσσης, διότι στην διαμάχη μεταξύ του Ευνομίου και του Μεγάλου Βασιλείου μερικές πτυχές δεν είχαν διασαφηνισθή. Μόνο στο δεύτερο έργο του Μεγάλου Βασιλείου αποσαφηνίζονται τα πράγματα. Αυτό όμως έχει χαθή· η ουσία του όμως βρίσκεται μέσα στην απάντησι του αγίου Γρηγορίου Νύσσης προς τον Ευνόμιο.

 

 

ΤΕΛΟΣ
ΚΑΙ ΤΩ˛ ΘΕΩ˛ ΔΟΞΑ

*****************************************

 

113 Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος αυτός γίνεται ένας «πάπας» εν τη Εκκλησία, διότι η Εκκλησία εκφράζεται 

αλαθήτως μόνο ως Σώμα, δηλαδή Συνοδικώς.

 

114 Το έτος 1983.

 

115 Το Graecus(Γραικός) για τους Δυτικούς εσήμαινε: αιρετικός, ψεύτης, κλέφτης, απατεώνας (βλ. παλαιότερες εκδόσεις

γαλλικών κυρίως λεξικών).

 

116 Κατ’ αλήθειαν βέβαια συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο.

 

117 Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης στον προφορικό του λόγο κυρίως, όπως εδώ, χρησιμοποιεί μερικές φορές λέξεις τις οποίες το γλωσσικό αισθητήριο του μέσου πεπαιδευμένου συγχρόνου Έλληνος θα απέρριπτε. Η εξήγησις είναι ότι ο π. Ιωάννης μεγάλωσε και ανδρώθηκε στις Η.Π.Α., οπότε δεν είχε την αίσθηση της ελληνικής γλώσσας που έχει ένας γηγενής Έλληνας.

 

118 Αυτή η παράδοσις συνεχίζεται μέχρι σήμερα στα πρόσωπα των σημερινών ζώντων Αγίων της Εκκλησίας.

 

119 Το έτος 1983.

 

120 Βλ. υποσ. 117.

 

121 Αυτό μαρτυρούν οι ακολουθίες της Εκκλησίας, στις οποίες φαίνεται καθαρά ότι η θεραπεία του νοός είναι μία θεραπεία  που αφορά όλους τους ανθρώπους.

 

122 Το έτος 1983.

 

123 Η οποία δυστυχώς συνεχίζεται  μέχρι των ημερών μας.

 

124 Ή ένας μεγάλος Μύστης, όπως υποστηρίζει η Θεοσοφία και γενικότερα η λεγομένη Νέα Εποχή σήμερα.

 

125 Έγινε το 1992.

 

126 Αυτό που λέγει εδώ ο π. Ιωάννης για «περιφρούρησι» της Ορθοδοξίας, ίσως ίσχυσε σε άλλες εποχές, όχι όμως σήμερα.

 

127 Το 1983 που ελέχθησαν αυτά ήταν νωπές οι εντυπώσεις από την ισλαμική επανάστασι του Αγιατολλάχ Χομεϊνί στην Περσία (Ιράν) το 1979.

 

128 Ο νόμος του αιτίου και του αιτιατού καταργείται.

 

129 Πρβλ. «Εγώ ειμί ο ων».

 

130 Βεβαίως ο όρος  «ουσία» είναι της Παραδόσεως  και όχι της Αγίας Γραφής.

 

131 Δηλαδή για τον Άρειο ο Χριστός δεν είναι ο Θεάνθρωπος, αλλά ένας υπεράνθρωπος.

 
132 Παραλλαγή του Α’ Κορ. 13, 8.

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets