Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Πατερική Θεολογία - π. Ι. Ρωμανίδου. ΤΟΜΟΣ 5ος

41. ΔΙΆΚΡΙΣΙΣ ΜΕΤΑΞΎ ΟΥΣΊΑΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΊΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΎ
42. ΠΕΡΊ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΊΟΥ ΤΗΣ ΘΕΊΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΊΑΣ
43. ΠΕΡΊ ΤΗΣ ΕΝΣΑΡΚΏΣΕΩΣ
44. ΠΕΡΊ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΊΟΥ ΤΗΣ ΑΓΊΑΣ ΤΡΙΆΔΟΣ
45. ΠΕΡΊ ΤΗΣ ΕΜΠΕΙΡΊΑΣ ΤΗΣ ΘΕΏΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΕΡΊ ΤΩΝ ΤΡΙΏΝ ΣΤΑΔΊΩΝ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΉΣ ΖΩΉΣ
46. ΠΕΡΊ ΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΏΝ ΤΟΥ ΘΕΟΎ
47. Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΉ ΘΕΏΡΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΊΑΣ
48. ΠΕΡΊ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΎ
49. ΟΡΘΟΔΟΞΊΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΊΑ
50. ΠΕΡΊ ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΎ




41. Διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού

 

 

Όταν μιλάμε στην Ορθόδοξη παράδωσι για διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, εννοούμε την φυσική ενέργεια της ουσίας, η οποία διακρίνεται από την ουσία του Θεού. Αλλά η φυσική ενέργεια της ουσίας του Θεού δεν είναι κάτι το διαφορετικό και ξεχωριστό από την ουσία του Θεού. Δεν είναι άλλο η ουσία και άλλο η ενέργεια της ουσίας. Όμως ωρισμένοι δικοί μας θεολόγοι μιλάνε για την ενέργεια του Θεού σαν να είναι κάτι διαφορετικό από την ουσία του Θεού. Λένε δηλαδή ότι άλλο είναι η ουσία του Θεού και άλλο είναι η ενέργεια της ουσίας.

 

 Πράγματι αυτήν την εντύπωσι μπορεί να αποκομίση κάποιος, όταν διαβάζη τους Πατέρες, ότι δηλαδή άλλο πράγμα είναι η ουσία και άλλο η ενέργεια του Θεού. Όμως εκφράζονται έτσι οι Πατέρες μόνο για να τονίσουν την διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Εκείνο όμως που αυτοί οι θεολόγοι δεν παρατηρούν είναι ότι οι Πατέρες λένε ότι η ενέργεια του Θεού είναι η φυσική ενέργεια της ουσίας του Θεού, δηλαδή ότι είναι ουσιώδης ενέργεια. Η ουσία του Θεού έχει μία φυσική ενέργεια, η οποία οφείλεται στην ύπαρξι της ουσίας. Γι’ αυτήν την φυσική ενέργεια της ουσίας μιλάνε οι Πατέρες.

 

Το άλλο που τονίζουν οι Πατέρες είναι ότι αυτή η φυσική ενέργεια της ουσίας του Θεού, όπως και η ουσία του Θεού, είναι απολύτως απλή. Αυτή όμως η μία απλή ενέργεια μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς. Τι σημαίνει όμως αυτό; Εξ επόψεως του νόμου των αντιθέσεων του Αριστοτέλους αυτό είναι μία ανοησία. Διότι τι σημαίνει λογικά μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς; Δηλαδή τι σημαίνει ότι αυτή η ενέργεια κομματιάζεται χωρίς να κομματιάζεται; Πως δηλαδή κάτι μπορεί να γίνεται πολλά και ταυτόχρονα να παραμένει ένα; Όμως όντως αυτή η απλή ενέργεια μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς! Το λένε οι Πατέρες αυτό το πράγμα. Το λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Αλλά η ίδια έκφρασις υπάρχει και στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, καθώς και στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Όλοι τους λένε ότι αυτή η απλή ενέργεια πολλαπλασιάζεται. Πως; Απολλαπλασιάστως. Που; Εν πολλοίς.

 

Τι σημαίνει όμως αυτό; Σημαίνει ότι, όταν ο προφήτης έλθη σε θέωσι, κατά την οποία βρίσκεται σε επαφή με τον Θεό, βλέπει ότι αυτή η απλή ενέργεια του Θεού υπάρχει μέσα σε όλα τα κτίσματα. Μία είναι η ενέργεια του Θεού, αλλά με πολλά αποτελέσματα. Και η μία αυτή ενέργεια, είναι σε κάθε τι μία ενέργεια. Και ότι μέσα σε κάθε μία από αυτές τις ενέργειες όλος ο Θεός είναι παρών!

 

Ο Θεός, όταν δημιουργή τον κόσμον, δημιουργεί τον κόσμον όχι κατ’ ουσίαν, αλλά κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν. Οπότε υπάρχει ένωσις της ακτίστου ενεργείας του Θεού με τα κτίσματα.  Η ενέργεια του Θεού είναι πολύ απλή. Διακρίνεται όμως σε δημιουργική ενέργεια του Θεού, σε προνοητική (συντηρητική) ενέργεια του Θεού, σε καθαρτική ενέργεια του Θεού, σε φωτιστική ενέργεια του Θεού, σε θεωτική ενέργεια του Θεού. Μεταξύ  αυτών των μορφών της μίας και μόνης ενεργείας του Θεού δεν υπάρχει ταυτότης. Αν υπήρχε ταυτότης, τότε όλα τα κτίσματα θα μετείχαν π.χ. στην θεωτική ενέργεια του Θεού. Τι θα εσήμαινε όμως αυτό; Ότι όλα τα κτίσματα θα έβλεπαν τον Θεόν. Πως το ξέρομε όμως ότι δεν υπάρχει ταυτότης; Από την εμπειρία της Θείας Χάριτος η Εκκλησία ξέρει πολύ καλά ότι η φωτιστική π.χ. ενέργεια του Θεού δεν είναι το ίδιο με την θεωτική ενέργεια του Θεού. Γιατί; Διότι εκείνοι που φθάνουν στην θέωσι είναι οι Άγιοι. Οι άλλοι δεν φθάνουν στην θέωσι.  Οπότε το μερίζεται εν μεριστοίς δεν σημαίνει ότι αυτό που είναι μεγάλο (ο Θεός) μεριζόμενο, γίνεται μικρό, ότι λιγοστεύει δηλαδή ο Θεός.

 

 

 

 

 

 

 

 

42. Περί του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας

 

 

Αυτό ακριβώς είναι και η ουσία του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Διότι τι λέγει ο ιερεύς μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων εκεί στις ευχές; Δεν λέγει: «Μελίζεται ο άρτος της ζωής, ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος…»; Τι σημαίνουν όμως αυτά; Ότι στο Μυστήριο της παρουσίας του Θεού, στην Καινή Διαθήκη μετέχει και η ανθρώπινη φύσις του Χριστού. Οπότε τώρα ο τρόπος της παρουσίας και φανερώσεως του Θεού στον άνθρωπο είναι και δια της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού, η οποία και αυτή τώρα μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς!

 

Έτσι από την εμπειρία της θεώσεως γνωρίζομε ότι η μία απλή ενέργεια του Θεού μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς. Εκείνο δε, που γίνεται κατά την Θεία Ευχαριστία, είναι απόρροια της Ενσαρκώσεως. Μετά την Ανάστασι του Κυρίου γνωρίζομε τον Χριστό μόνον κατά δόξαν, δηλαδή εν δόξη. Δεν γνωρίζομε τώρα τον Χριστόν κατά σάρκα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο Χριστός είναι άσαρκος. Ο Χριστός είναι ένσαρκος και έχει πλήρη ανθρώπινη φύσι, η οποία τώρα, δηλαδή μετά την Ανάληψί Του, είναι δεδοξασμένη.

 

Όταν κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, δεν παίρνομε μόνο ένα κομμάτι του Χριστού μέσα μας, αλλά ο καθένας που κοινωνεί παίρνει ολόκληρο τον Χριστό μέσα Του. Όμως εξ αιτίας αυτού δεν υπάρχουν πολλοί Χριστοί. Ένας είναι ο Χριστός και αυτός ο Χριστός, που είναι ένας, βρίσκεται ολόκληρος μέσα σε κάθε πιστό που κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Επάνω δηλαδή στο άγιο Αρτοφόριο, εκεί που κομματιάζεται ο Αμνός από τον ιερέα, δεν κομματιάζεται ο Χριστός, αλλά πολλαπλασιάζεται απολλαπλασιάστως εις τους πολλούς. Υπάρχει δηλαδή ολόκληρος ο Χριστός σε κάθε ένα τεμάχιο του Θείου Άρτου (μαργαρίτη). Αυτό είναι το Μυστήριο της παρουσίας του Θεού στον άνθρωπο.

 

Το ίδιο τώρα συμβαίνει και στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Χριστός εδώ εμφανίζεται άσαρκος. Εμφανίζεται ο Λόγος, ο Άγγελος. Ταυτόχρονα όμως και τότε ήταν παρών ο Άγγελος, δηλαδή ο Θεός και στον Προφήτη, αλλά και στην υπόλοιπη κτίσι.

 

 

 

 

 

 

 

 

43. Περί της Ενσαρκώσεως

 

 

Ο Θεός δεν είναι περιωρισμένος κατ’ ουδένα τρόπον. Γι’ αυτό τονίζουν οι Πατέρες ότι ο Θεός Πατήρ είναι πανταχού παρών κατ’ ενέργειαν. Λόγω της υποστατικής ενώσεως του Λόγου με την ανθρώπινη φύσι στο πρόσωπο του Χριστού είναι επίσης πανταχού παρών και ο Χριστός ως Λόγος κατ’ ενέργειαν, είναι όμως απών ο Χριστός ως Λόγος, κατ’ ουσίαν. Η ανθρώπινη φύσις του Χριστού όμως είναι πανταχού παρούσα κατ’ ουσίαν.

Ο Θεός, δηλαδή η Αγία Τριάς είναι απών κατ’ ουσίαν στον κόσμο. Διότι ο Θεός δεν έχει κατ’ ουσίαν σχέσεις με τον κόσμο, επειδή οι σχέσεις του Θεού με τον κόσμον είναι μόνο κατά βούλησιν και κατ’ ενέργειαν. Κατ’ ουσίαν σχέσεις με τον κόσμον έχει μόνον η ανθρώπινη φύσις του Χριστού, που είναι πανταχού παρούσα. Όχι η Θεία φύσις του Χριστού.

 

 Αυτές οι διαφοροποιήσεις λοιπόν συνιστούν την Ορθόδοξη διδασκαλία περί της ουσίας και ενεργείας του Θεού, που είναι πάρα πολύ απλή. Το θεμέλιο αυτής της διδασκαλίας είναι αυτή αύτη η εμπειρία της θεώσεως. Καμμία φιλοσοφία δεν υπεισέρχεται εδώ. Οι διακρίσεις αυτές, που κάνουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, δεν είναι αποτέλεσμα φιλοσοφικού στοχασμού, διότι γνωρίζουν εξ ιδίας εμπειρίας ότι στην εμπειρία της θεώσεως ο θεούμενος είναι ενωμένος με τον Θεόν κατ’ ενέργειαν.

 

Η υποστατική ένωσις όμως του Χριστού με τον Θεόν Λόγον δεν είναι αυτής της φύσεως. Δεν είναι ενωμένος ο Χριστός με τον Λόγον κατ’ ενέργειαν ή απλώς κατά την βούλησιν του Θεού. Αλλά είναι ενωμένος ο Χριστός (η ανθρωπίνη Του φύσις) με τον Λόγο κατά φύσιν.

 

 

 

 

 

 

 

44. Περί του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος

 

 

Θέωσις του ανθρώπου είναι η μετοχή του, στην ενέργεια του Θεού. Η θέωσις όμως της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού οφείλεται στην ένωσί Της με την ουσία του Θεού (ατρέπτως και αναλλοιώτως). Ο άνθρωπος, ο Άγιος, βλέπει την ενέργεια του Θεού. Ο Χριστός όμως βλέπει, γνωρίζει την ουσία του Θεού. Διότι έχομε υποστατική ένωσι του Λόγου με την ανθρώπινη φύσι του Χριστού στο πρόσωπο του Χριστού.

 

Έτσι ο άνθρωπος μετέχοντας στην ενέργεια του Θεού γνωρίζει μόνον ό,τι και όσα ο Θεός του αποκαλύπτει. Εάν ο άνθρωπος μετείχε κατά την εμπειρία της θεώσεως στην ουσία του Θεού, θα είχε όλη την γνώσι που έχει η Αγία Τριάς. Και, εφ’ όσον γνωρίζη ο άνθρωπος ότι δεν έχει όλη την γνώσι της Αγίας Τριάδος, γι’ αυτόν τον λόγον θεωρείται βλασφημία να πη ο άνθρωπος ότι μετέχει στην ουσία του Θεού. Στην ουσία του Θεού είναι τελείως αμέτοχος ο άνθρωπος.

 

Κάτοχοι της Θείας ουσίας είναι μόνον ο Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιον. Την ουσία του Θεού γνωρίζει μόνον ο ίδιος ο Θεός. Ο Πατήρ γνωρίζει την ουσίαν Του, ο Υιός γνωρίζει την ουσίαν Του, το Πνεύμα το Άγιον γνωρίζει την ουσίαν Του. Οπότε η γνώσις της ουσίας του Θεού είναι κτήμα μόνον των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Δεν είναι κτήμα των ανθρώπων η γνώσις αυτή. Διότι ο άνθρωπος γνωρίζει περί Θεού μόνον όσα γνωρίζει εξ αποκαλύψεως κατά την εμπειρίαν της θεώσεως.

 

Όμως αυτή η γνώσις της εμπειρίας της θεώσεως δεν είναι γνώσις. Διότι η ανθρωπίνη γνώσις βασίζεται στην ομοιότητα και την διαφορά. Εδώ όμως, επειδή δεν υπάρχει καμμία ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου, η γνώσις αυτή περί Θεού δεν είναι γνώσις. Γι’ αυτό και η γνώσις αυτή, της εμπειρίας της θεώσεως λέγεται και αγνωσία! Και λέγεται αγνωσία, διότι ο άνθρωπος, που αξιούται της εμπειρίας της θεώσεως, υπερβαίνει τον εαυτό του. Γιατί; Διότι κατά την εμπειρία της θεώσεως ο άνθρωπος φεύγει απ’ ό,τι ήξερε μέχρι τότε, εισέρχεται στον χώρο του ακτίστου, όπου δεν γνωρίζει τίποτε και γνωρίζει τον Θεόν μέσω του Θεού. Το μέσον της γνώσεως είναι ο ίδιος ο Θεός. Τότε γνωρίζει τον Πατέρα εν Πνεύματι Αγίω δια του Λόγου. Γι’ αυτό είπε ο Χριστός: «Ο εωρακώς εμέ, εώρακε τον Πατέρα»81. Αυτό αναφέρεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος μόνον μέσω του Θεού, και μετά την Ενσάρκωσι μέσω του Χριστού, μπορεί να γνωρίση τον Θεόν.

 

Σ’ αυτήν τώρα την γνώσι μετέχει και η διάνοια (λογική) και ο νους (η νοερά ενέργεια και αίσθησι) και οι αισθήσεις και το σώμα του ανθρώπου. Ολόκληρος ο άνθρωπος μετέχει. Οπότε ολόκληρος ο άνθρωπος θεούται. Θεούται και το σώμα του γι’ αυτό και ευωδιάζει. Όχι μόνο η ψυχή του. Διότι μετέχει ολόκληρος ο άνθρωπος στην εμπειρία της θεώσεως και όλος ο άνθρωπος βλέπει. Αλλά τι βλέπει; Αυτό είναι το θέμα. Τι βλέπει; Ούτε χρώμα βλέπει ούτε σχήμα βλέπει ούτε διαστάσεις βλέπει ούτε μέγεθος βλέπει ούτε φως βλέπει ούτε σκότος βλέπει. Δεν βλέπει τίποτε που να μοιάζη με τα ανθρώπινα, εκτός από την δεδοξασμένη ανθρώπινη φύσι του Χριστού, που είναι το κέντρο αυτής της αποκαλύψεως. Και, βλέποντας τον Χριστόν, τότε βλέπει και τον Πατέρα εν Πνεύματι Αγίω.

 

Τώρα ερχόμεθα στο εξής: Άλλη είναι η σχέσις μεταξύ των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος, δηλαδή η αλληλοπεριχώρησις των τριών Προσώπων, άλλη είναι η ένωσις της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού με τον Λόγον και άλλη είναι η ένωσις των θεουμένων με τον Θεόν. Ειδικώτερα αυτά τα δύο τελευταία είναι δύο διαφορετικά πράγματα εξ επόψεως ανθρωπίνης εμπειρίας. Διότι, ενωμένος ο θεούμενος με τον Θεόν Πατέρα μέσω της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού, διαπιστώνει ότι διαφορετικά μετέχομε εμείς οι άνθρωποι στο άκτιστο, διαφορετικά μετέχει η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού στο άκτιστο και άλλη σχέσι έχουν μεταξύ τους τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.

 

 Για να μπορή λοιπόν να γίνη σωστή κατάταξις αυτής της πνευματικής εμπειρίας και πραγματικότητος, έκαναν οι Πατέρες τις παραπάνω διακρίσεις. Για ποιον απώτερο λόγο; Δεν τις έκαναν για να κατανοήσουν κανένα μυστήριο καλύτερα, αλλά τις έκαναν για να πολεμήσουν εναντίον των αιρετικών, οι οποίοι έκαναν εσφαλμένες ερμηνείες επάνω στα θέματα αυτά. Το έργο αυτό των Πατέρων, το να χρησιμοποιούν δηλαδή τέτοια ειδική ορολογία, δεν έγινε για την κατανόησι κανενός δόγματος, διότι ο σκοπός του δόγματος δεν είναι η κατανόησίς του, αλλά η κατάργησίς του, η οποία συμβαίνει όταν ο άνθρωπος ενωθή με το ίδιο το Μυστήριο που εκφράζει το δόγμα. Τότε καταργείται το δόγμα, το οποίο ούτως ή άλλως δεν έγινε ποτέ κατανοητό εξ επόψεως νοησιαρχικής. Καταργείται το δόγμα, εφ’ όσον υπάρχη πια ένωσις με το ίδιο το Μυστήριο.

 

Η ένωσις όμως με το Μυστήριο δεν σημαίνει ότι καταργείται το Μυστήριο. Το Μυστήριο παραμένει. Ο άνθρωπος ενωμένος με το Μυστήριο της Αγία Τριάδος είναι ενωμένος με Κάποιον, ο οποίος ξεφεύγει από όλα τα νοήματα των ανθρώπων. Διότι ο άνθρωπος, όταν έχη όρασι, εμπειρία του Μυστηρίου, όταν δηλαδή βρεθή σε κατάστασι θεώσεως, αντιμετωπίζει κάτι το απερίγραπτο. Όχι μόνο οι υποστάσεις του Θεού είναι απερίγραπτες (εκτός από την ανθρώπινη υπόστασι του Χριστού), αλλά και η ενέργεια του Θεού είναι στην κυριολεξία απερίγραπτη. Δεν εντάσσεται η γνώσις της ενεργείας του Θεού μέσα στις γνωσιολογικές δυνατότητες του ανθρώπου. Η γνώσις των ενεργειών του Θεού υπερβαίνει τις ανθρώπινες δυνατότητες.

 

Γι’ αυτόν τον λόγο, όταν λέμε ότι στον Θεό υπερβαίνεται ο νόμος των αντιθέσεων του Αριστοτέλους, αυτό δεν ισχύει μόνο για την ουσία του Θεού, αλλά και για την ενέργεια του Θεού. Όταν π.χ. οι Πατέρες λένε ότι ο Θεός κατοικεί μέσα σε Φως («Φως οικών απρόσιτον»82) ή μέσα σε Σκότος («Γνόφος υπό τους πόδας Αυτού»83), καθώς και ότι ο Θεός είναι λόγος, άλογος, υπέρλογος, δεν εννοούν την ουσία του Θεού, αλλά την ενέργεια του Θεού.

 

Οπότε η Αποφατική λεγομένη Θεολογία δεν ισχύει μόνο για την ουσία του Θεού, αλλά και για την ενέργεια του Θεού. Η ενέργεια του Θεού δεν έχει καμμία ομοιότητα με καμμία από τις γνωστές μορφές ενεργείας του κόσμου τούτου. Διότι ποιο κτίσμα, ποια ενέργεια «μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς»;

 

Μόνον το γεγονός της παρουσίας, της αποκαλύψεως του Θεού στον θεούμενο, καθιστά γνωστό σε μας το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότης, όχι μόνον μεταξύ της ουσίας ή των υποστάσεων του Θεού αφ’ ενός και των κτισμάτων αφ’ ετέρου, αλλά και μεταξύ της ενεργείας του Θεού και των κτισμάτων.

 

Η εμπειρία της θεώσεως υπερβαίνει την γνωστική δύναμη του ανθρώπου. Στην Αποφατική Θεολογία έχομε όλες αυτές τις εκφράσεις, όπως «γνωρίζει αγνώστως», «γνωρίζει υπεραγνώστως» κλπ.

 

Αυτή η περίεργη ορολογία των Πατέρων της Εκκλησίας είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο Θεός ως γνωστικόν αντικείμενον δεν υποπίπτει στις γνωστικές δυνάμεις του ανθρώπου. Οπότε από αυτής της απόψεως οι διακρίσεις, που γίνονται στους Πατέρες μεταξύ ουσίας και ενεργείας ή μεταξύ των υποστάσεων της ουσίας, δεν έχουν καμμία σχέσι με μεταφυσική, οντολογία, Αριστοτέλη, Πλάτωνα κλπ. Με κανένα από αυτά τα πράγματα δεν έχουν σχέσι.

 

Παρατηρείται όμως ότι, οι Πατέρες άλλαζαν ορολογία από καιρό σε καιρό και έκαναν προσαρμογή της ορολογίας τους, για να βρουν τους σωστούς όρους ανάλογα με τις ανάγκες της εποχής. Αυτό όμως το έκαναν, όχι για να κατανοήσουν καλύτερα την διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά για να χτυπήσουν τις αιρέσεις που ανεφύοντο. Διότι η κατανόησις της διδασκαλίας της Εκκλησίας έρχεται από τον φωτισμό και την θέωσι και όχι από φιλοσοφική ή φιλολογική διεργασία ή από φιλοσοφικό στοχασμό επάνω σε αυτήν την διδασκαλία.

 

Ο σκοπός του δόγματος, που διατυπώνουν οι Πατέρες, δεν είναι η κατανόησίς του, αλλά η δια του δόγματος ένωσις του ανθρώπου με τον Θεό. Όταν συμβή ο άνθρωπος να ενωθή κατά χάριν με τον Θεό, όταν δηλαδή του αποκαλυφθή το Μυστήριο του Θεού, τότε καταργείται το δόγμα.

 

 

 

 

 

 

 

 

45. Περί της εμπειρίας της θεώσεως και περί των τριών σταδίων της πνευματικής ζωής

 

 

Τώρα, διαβάζοντας την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, ποιοι βλέπομε ότι έφθασαν στην θέωσι; Στην Παλαιά Διαθήκη ήταν οι Προφήτες και στην Καινή Διαθήκη ήταν οι Απόστολοι. Πρώτα όμως στην Καινή Διαθήκη έφθασε ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Μετά ωρισμένοι Απόστολοι. Όχι όλοι μαζί οι Απόστολοι. Διότι στο όρος Θαβώρ ήταν μόνο τρεις εκ των Αποστόλων. Μέχρι και την Μεταμόρφωσι, εκείνοι που ξέρομε καλά ότι είχαν φθάσει στην θέωσι στην Καινή Διαθήκη, ήταν (εκτός φυσικά από την Θεοτόκο) ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και μετά οι τρεις Απόστολοι, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Όλοι οι Απόστολοι εθεώθησαν μόνο κατά την Πεντηκοστή. Κατά την Πεντηκοστή όλοι οι Απόστολοι (και οι Εβδομήκοντα) έφθασαν στην θέωσι, εκτός φυσικά από τον Ιούδα τον προδότη, ο οποίος αντεκατεστάθη από τον Ματθία. Και όχι μόνον οι Απόστολοι έφθασαν στην θέωσι κατά την Πεντηκοστή αλλά και πολλοί άλλοι, και βαπτίσθηκαν εκείνην την ημέρα.

 

Μετά βλέπομε το παράδοξο φαινόμενο ότι ο πρώτος εξ ειδωλολατρών, ο πρώτος εθνικός στην Καινή Διαθήκη, που έφθασε σε θέωσι, ήταν ο Κορνήλιος ο εκατόνταρχος, ο οποίος έφθασε σε θέωσι προ του βαπτίσματός του. Αυτός μοιάζει με τον Ιώβ της Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος, παρ’ ότι δεν ήταν Εβραίος, αλλά ειδωλολάτρης, έφθασε σε θέωσι. Αλλά έχομε και άλλο παράδειγμα ανθρώπου, ο οποίος φθάνει σε θέωσι, και μετά βαπτίζεται, εκείνο του αποστόλου Παύλου.

 

 Το Πνεύμα «όπου θέλει πνει»84. Γι’ αυτό και ο Πέτρος λέγει στην περίπτωσι του Κορνηλίου: «Ποιος είμαι εγώ να διαφωνήσω με το Πνεύμα το Άγιο, που έδωσε στον Κορνήλιο ίση Χάρι με εκείνη που λάβαμε εμείς στην Πεντηκοστή, ώστε να μη τον βαπτίσω;» Όμως άλλο είναι το να μην υπάρχουν περιορισμοί στην θέλησι του Θεού να οδηγήση κάποιον στην θέωσι, και άλλο είναι το να λέμε ότι όλοι μετέχομε στην θεωτική Χάρι, διότι αυτό είναι ανοησία.

 

Η θεωτική ενέργεια του Θεού ενεργεί μόνον σε όσους φθάνουν Χάριτι Θεού σε κατάστασι θεώσεως.

Αλλά αυτή η θεωτική ενέργεια του Θεού ενεργεί σε στάδια, δηλαδή βαθμηδόν. Στο πρώτο στάδιο Της λέγεται και είναι απλή έλλαμψις. Οι πάσχοντες την έλλαμψιν της δόξης του Θεού είναι οι ελλαμφθέντες. Αυτή η έλλαμψις διαρκεί από ένα δευτερόλεπτο μέχρι μερικά λεπτά της ώρας, για λίγο δηλαδή. Μετά έρχεται το δεύτερο στάδιο, κατά το οποίο μιλούμε για θέα του ακτίστου Φωτός. Οι πάσχοντες την θέα του ακτίστου Φωτός είναι οι θεωθέντες. Και μετά έρχεται το τρίτο στάδιο των τελείων, κατά το οποίο μιλούμε για διαρκή θέα. Αυτές είναι οι ταξινομήσεις της εμπειρίας της θεωτικής ενεργείας του Θεού.

 

Η φωτιστική ενέργεια του Θεού δεν είναι το ίδιο πράγμα. Διότι η φωτιστική ενέργεια του Θεού είναι ο φωτισμός της καρδιάς από το Άγιο Πνεύμα, που ταυτίζεται στο άνω στάδιο με την νοερά προσευχή. Στο κάτω στάδιο του φωτισμού, που λέγεται νεοφωτισμός, δεν συνοδεύεται συνήθως αυτή η κατάστασις από την νοερά προσευχή.

 

 Αυτή είναι η κατάστασις των νεοβαπτισμένων κατά το Μέγα Σάββατο, των νεοφωτίστων. Υποτίθεται βέβαια ότι οι νεοφώτιστοι από νεοφώτιστοι θα γίνουν φωτισμένοι με την περαιτέρω κατήχησι από το Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή. Ασφαλώς δεν φθάνει κανείς οπωσδήποτε στην νοερά προσευχή κατά την ημέρα της Πεντηκοστής (δηλαδή μέσα σε πενήντα ημέρες), διότι μπορεί να χρειασθή εξήντα ή εκατό ημέρες ή έναν χρόνο, δύο χρόνια, τρία χρόνια ή μπορεί να μη φθάση ποτέ. Αυτό εξαρτάται κυρίως από τον νεοφώτιστο, από το κατά πόσον δηλαδή αγωνίζεται και μάλιστα νομίμως, καθώς και από το κατά πόσον έχει σωστή καθοδήγησι από έμπειρο πνευματικό πατέρα. Εάν δεν φθάση ποτέ, σημαίνει, κατά την Πατερική παράδοσι, ότι ο άνθρωπος αυτός έχει περιπέσει σε κάποια στασιμότητα πνευματική.

 

 Η κάθαρσις του ανθρώπου από τα πάθη της ψυχής και του σώματος δεν γίνεται απλώς με την γνώσι. Χρειάζεται βέβαια η γνώσις του δόγματος, η γνώσις του περιεχομένου της Αγίας Γραφής, η γνώσις της προσευχής κλπ. Δηλαδή η λογική βοηθάει τον άνθρωπο να κάνη τους υπολογισμούς του, να εξακριβώση σε τι συνίσταται η θεραπεία του, ακόμη και στο να αποφασίση αν θέλη να θεραπευθή ή όχι. Έτσι ο άνθρωπος υπολογίζει και αξιολογεί τα ενδεχόμενα αποτελέσματα της αποφάσεώς του και αποφασίζει.

 

 Όλα αυτά είναι διεργασίες της λογικής του ανθρώπου. Βέβαια το Πνεύμα το Άγιο, που ενεργεί μέσω της συνειδήσεως στην διάνοια και στην καρδιά του ανθρώπου, βοηθάει τον άνθρωπο να πάρη την σωστή κατεύθυνσι· δεν τον αναγκάζει όμως, εάν εκείνος δεν θέλη. Άπαξ όμως και αποφασίση ο άνθρωπος να ακολουθήση τον στενό και τεθλιμμένο δρόμο τον απάγοντα εις την Ζωήν, τότε αρχίζει μία παιδεία εκ μέρους του Θεού προς τον άνθρωπο.

 

Το πτυχίο του Πανεπιστημίου μπορεί κανείς να το πάρη με ρουσφέτια. Το πτυχίο όμως του φωτισμού δεν το παίρνει κανείς με ρουσφέτια, αλλά με την αξία του, με τον αγώνα του. Ή είσαι φωτισμένος ή δεν είσαι φωτισμένος. Ή είσαι θεούμενος ή δεν είσαι θεούμενος. Σύμφωνα όμως με την μοντέρνα Ορθόδοξη Θεολογία, όταν βαπτίζεται κανείς, λέγεται νεοφώτιστος και θεωρείται νεοφωτισμένος85 και ναός του Αγίου Πνεύματος!

    Σήμερα μάλιστα ακούμε τους παπάδες στα κηρύγματα να λένε ότι, εφ’ όσον είμαστε βαπτισμένοι, είμαστε ναοί του Αγίου Πνεύματος, και εφ’ όσον είμαστε ναοί του Αγίου Πνεύματος, όλα όσα γράφει ο Απ. Παύλος ισχύουν για όλους μας! Διαβάζοντας όμως τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό και συγκεκριμένα όσα γράφει για τα ιερά λείψανα των Αγίων της Εκκλησίας μας, αποδίδει μόνον στους Αγίους όλα αυτά τα χωρία του απ. Παύλου, περί του ποιος είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός επίσης εξηγεί το γιατί οι Άγιοι ήσαν Άγιοι της Εκκλησίας. Εξηγεί ότι εκείνοι ήσαν πράγματι ναοί του Αγίου Πνεύματος και αποκαλεί μόνο τους Αγίους ναούς του Αγίου Πνεύματος. Απόδειξις είναι τα άγιά τους λείψανα. Που σημαίνει ότι, εάν είμαστε όλοι εμείς οι βαπτισμένοι ναοί του Αγίου Πνεύματος, τότε, σύμφωνα με όσα λένε οι μοντέρνοι θεολόγοι της Ορθοδοξίας, θα αφήσωμε όλοι μας άγια λείψανα και θα γίνωμε Άγιοι μετά την προς Κύριον εκδημία μας! Αλλά τέτοιο πράγμα δεν συμβαίνει.

 

Αν διαβάση κανείς τους Πατέρες προσεκτικά, βλέπει ότι υπάρχει κάποια διαφοροποίησις μεταξύ της διδασκαλίας των Πατέρων περί των Μυστηρίων της Εκκλησίας και της διδασκαλίας που εμπεριέχεται στα μοντέρνα εγχειρίδια περί των Μυστηρίων της Εκκλησίας. Αυτός είναι ο λόγος που η μοντέρνα Ορθοδοξία βρίσκεται σε κάποιο στάδιο απομακρύνσεως από την Πατερική παράδοσι και Ορθοδοξία. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται επάνοδο σ’ αυτήν.

 

Έχομε λοιπόν την θεωτική Χάρι, έχομε την φωτιστική Χάρι, έχομε και την καθαρτική Χάρι. Το πρώτο στάδιο της πνευματικής ζωής είναι η κάθαρσις. Και αυτό το στάδιο είναι έργο του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα είναι Εκείνο που καθαρίζει, φωτίζει και θεώνει. Ο Θεός δηλαδή είναι Εκείνος που καθαρίζει, φωτίζει και θεώνει. Η διαδικασία της καθάρσεως και του φωτισμού είναι και έργο του ιδίου του κατηχουμένου, αλλά και έργο του πνευματικού πατρός του κατηχουμένου, ο οποίος ανοίγει τα μάτια της ψυχής του κατηχουμένου και τον προετοιμάζει για το Βάπτισμα 86. Βέβαια ο πνευματικός πατήρ οφείλει να ευρίσκεται σε κατάστασι φωτισμού, ώστε να μπορεί να εισάγη και άλλους σ’ αυτή την κατάστασι του φωτισμού και να τους οδηγή προς το Βάπτισμα και του ύδατος (δηλαδή της αφέσεως των αμαρτιών), αλλά και του Πνεύματος 87, που είναι η επίσκεψις του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του βαπτιζομένου και η φώτισις της καρδιάς του ανθρώπου88.

 

Οπότε στην αρχαία Εκκλησία έχομε πρώτα τους νεοφωτίστους, δηλαδή τους νεοβαπτισμένους, μετά συνεχίζεται σ’ αυτούς η κατήχησις και η ασκητική αγωγή εκ μέρους του πνευματικού πατρός και, όταν πη ο πνευματικός πατήρ για κάποιον ότι αυτός είναι έτοιμος για φώτισι, τότε εκείνος φέρεται στον ναό και φωτίζεται (χρίεται δια του Αγίου Μύρου). Μετά σε κατοπινό στάδιο έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και κατοικεί μόνιμα μέσα στον άνθρωπο, επειδή έχει αγάπη, εφαρμόζει τις εντολές κλπ.Εάν θέλετε να διαπιστώσετε αυτά τα πνευματικά στάδια, παρακαλώ, διαβάστε τα κεφάλαια 14 έως 17 του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου. Αυτά είναι σαφέστατα γραμμένα εκεί και αυτός είναι ο λόγος που τα διαβάζομε στους ναούς κατά την Μεγάλη Πέμπτη.

 

Τα παληά χρόνια, στους μέλλοντες να βαπτισθούν κατά το Μέγα Σάββατο, γινόταν ερμηνεία και κατήχησις για το τι ανεμένετο να τους συμβή κατά το άγιο Βάπτισμα, κατά το οποίο θα εδέχοντο τον νεοφωτισμό, ώστε να μπορέσουν να εισαχθούν ομαλά και να κατευθυνθούν ορθά προς την νέα πνευματική εμπειρία. Από τον νεοφωτισμό έπρεπε να φθάσουν στην πλήρη φώτισι κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Δηλαδή ο φωτισμός τους έπρεπε να ολοκληρωθή μέσα σε πενήντα ημέρες (από το Μέγα Σάββατο μέχρι την εορτή της Πεντηκοστής) χωρίς αυτό να είναι απόλυτο, όπως ήδη είπαμε. Στο διάστημα αυτό γινόταν εντατική κατήχησις περί των σταδίων της πνευματικής ζωής. Γι’ αυτόν τον λόγο διαβάζουν στους ναούς το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο μεταξύ Πάσχα και Πεντηκοστής, διότι το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο είναι το Ευαγγέλιο του φωτισμού και της θεώσεως, ενώ τα Ευαγγέλια των Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά είναι τα Ευαγγέλια της καθάρσεως.

 

Βάσει αυτών των διακρίσεων, έχομε εκτός των άλλων ενεργειών του Θεού, την θεωτική ενέργεια, την φωτιστική ενέργεια και την καθαρτική ενέργεια, που είναι, η τελευταία αυτή, των κατηχουμένων. Σ’ αυτές τις ενέργειες, δηλαδή στην καθαρτική, στην φωτιστική και στην θεωτική μετέχουν μόνον οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Όχι όλοι οι Χριστιανοί, αλλά μόνον οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί· και όχι όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, αλλά όσοι εκ των Ορθοδόξων έχουν τις κατάλληλες πνευματικές προϋποθέσεις.

 

Εκτός από αυτές τις τρεις ενέργειες του Θεού έχομε την δημιουργική ενέργεια του Θεού, στην οποία μετέχουν όλα τα κτίσματα, και την συνεκτική και συντηρητική ενέργεια του Θεού, στην οποία επίσης μετέχουν όλα τα κτίσματα. Τα πάντα μέσα στο σύμπαν μετέχουν της συνεκτικής και συντηρητικής ενεργείας του Θεού, διότι ο Θεός συντηρεί τον κόσμο. Εκτός από αυτές υπάρχει η προνοητική ενέργεια του Θεού (η Θεία Πρόνοια), η αγαπητική ενέργεια του Θεού, η κολαστική ενέργεια του Θεού κλπ.

 

 

 

 

 

 

 

46. Περί των ενεργειών του Θεού

 

 

Κατά την Πατερική παράδοσι η ενέργεια του Θεού, όπως και η ουσία του Θεού, είναι απλή. Η ουσία του Θεού είναι απλή, και δεν μετέχεται από τα κτίσματα. Η ενέργεια όμως του Θεού, που είναι η φυσική ενέργεια της ουσίας του Θεού, μετέχεται με την κτίσι. Δεν μετέχεται όμως κατά τον ίδιο τρόπο από όλα το κτίσματα. Υπάρχει διαφορετική μεθέξις της ενεργείας του Θεού από τα κτίσματα, αλλά υπάρχουν και διαφορετικών ειδών ενέργειες του Θεού, όπως είπαμε, οι οποίες μετέχονται. Δηλαδή οι ενέργειες του Θεού διακρίνονται η μία από την άλλη.

 

Γι’ αυτόν τον λόγο οι Πατέρες αναφέρουν ότι η μία απλή φυσική ενέργεια της ουσίας του Θεού μερίζεται σε διαφορετικά είδη ενεργειών και σε πολλούς αποδέκτες. Πως όμως; Αμερίστως! Μερίζεται αμερίστως. Δηλαδή πολλαπλασιάζεται χωρίς να πολλαπλασιάζεται. Παραμένει απλή, παρά ταύτα όμως πολλαπλασιάζεται εν τοις πολλοίς, δηλαδή εις τα πολλά κτίσματα. Η ενέργεια του Θεού «μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς».

Η δόξα του Θεού είναι το όνομα, ο όρος, που αποδίδεται στην Παλαιά Διαθήκη για την μοναδική και απλή ενέργεια του Θεού, η οποία μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς. Γι’ αυτόν τον λόγο στην Καινή διαθήκη η μονή του Θεού, που είναι αυτή η δόξα του Θεού, η οποία είναι μία, πολλαπλασιάζεται και γίνεται πολλές μονές89. Και γι’ αυτόν τον λόγο η Εκκλησία λέγει ότι ο Πατήρ έχει ετοιμάσει για τον κάθε άνθρωπο μονή, για να πάη να κατοικήση σ’ εκείνην, όταν και εφ’ όσον ο άνθρωπος αξιωθή της βασιλείας του Θεού. Η μονή αυτή είναι η δόξα του Θεού, η οποία πολλαπλασιάζεται και γίνεται μονή για κάθε θεούμενο. Αυτές οι μονές είναι μόνο για τους θεουμένους. Αυτό εννοεί ο Χριστός, όταν λέγη «εν τω οίκω του πατρός μου μοναί πολλαί εισιν». Θέλει ο Χριστός ο κάθε πιστός να φθάση στην θέωσι για να γίνη αυτή η μονή, η δόξα Του κατοικητήριο του κάθε πιστού. Οπότε η επιδίωξις του κάθε πιστού πρέπει να είναι το να κατοικήση μέσα σε ένα τέτοιο μοναστήρι.

 

 Αυτές οι διαφοροποιήσεις, που αναφέραμε, προέρχονται από την εμπειρία της θεώσεως, του φωτισμού και ακόμη από την εμπειρία της καθάρσεως, διότι ένας που μετέχει στην κάθαρσι κάτι καταλαβαίνει από αυτά τα πράγματα, επειδή διαβάζει τους Πατέρες, διαβάζει την Αγία Γραφή, αποδέχεται την διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας και καταλαβαίνει αρκετά, ώστε να μπορεί και διακρίνει με την βοήθεια ενός πνευματικού πατέρα, πριν ακόμη φθάση στην φώτισι και θέωσι, σε ποιο πνευματικό στάδιο βρίσκεται, καθώς και αν βρίσκεται στην ορθή οδό ή σε πλάνη.

 

Παλαιότερα αυτά ήσαν γνωστά στους Ορθοδόξους, πριν αναφανούν οι μοντέρνες Ορθόδοξες Θεολογικές Σχολές, διότι αυτά διδάσκανε οι καλόγεροι στα χωριά, όπου υπήρχαν μοναστήρια και ο λαός εστρέφετο προς τους μοναχούς για να μάθουν αυτά τα Πατερικά γράμματα, τα Ιερά Γράμματα.

 

Μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821 αυτά ήσαν γνωστά στην Ελλάδα90, τα οποία όμως εν συνεχεία, έγιναν άγνωστα με την ίδρυσι του Νεοελληνισμού. Αλλά πως ξέρομε ότι έγιναν άγνωστα; Διότι δεν υπάρχουν στα διδακτικά εγχειρίδια των Ελληνικών σχολείων και Πανεπιστημίων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

47. Η μεταφυσική θεώρησις της θρησκείας

 

 

Η Ορθοδοξία ενδιαφέρεται πρωτίστως γι’ αυτήν εδώ την ζωή. Οι Πατέρες τονίζουν ότι «μετά θάνατον ουκ εστι μετάνοια». Οι Νεοέλληνες θεολόγοι όμως ακολουθούντες τον δάσκαλό τους τον Αδαμάντιο Κοραή έχουν μία μεταφυσική αντίληψι περί του θέματος και έχουν αντιγράψει την μεθοδολογία των Λατίνων και των Προτεσταντών επάνω στο θέμα της θρησκείας.

 

Την περίοδο που έφυγαν αυτοί για να σπουδάσουν Θεολογία στην Ευρώπη και Ρωσσία, αλλά και στην Αμερική μετά τον πόλεμο, είχε ήδη αρχίσει από πολλά χρόνια πριν η μεγάλη διαμάχη μεταξύ αφ’ ενός των εμπειριστών, που είναι οι διάδοχοι του Διαφωτισμού, της Γαλλικής Επαναστάσεως του 1789, και των μεταφυσικών αφ’ ετέρου. Η βασική διάκρισις μεταξύ εμπειριστών και μεταφυσικών είναι ότι η ουσία της εμπειρικής γραμμής είναι η παρατήρησις, ενώ της μεταφυσικής είναι ο φιλοσοφικός  στοχασμός.

 

Τότε όλοι οι θρησκευόμενοι ήσαν οπαδοί της μεταφυσικής και μέχρι προ τινος ακόμη, ενώ όλοι οι εμπειριστές ήσαν αγνωστικιστές και μερικοί εξ αυτών και άθεοι. Γιατί; Διότι η ουσία της εμπειρικής γραμμής δεν είναι καν φιλοσοφία. Βέβαια παρουσιάζεται σαν εμπειρική φιλοσοφία, σαν φιλοσοφία των εμπειριστών. Αυτοί επεκράτησαν επί των μεταφυσικών στην Αμερική και επετέλεσαν ένα μεγάλο έργο υπέρ της Ορθοδοξίας. Υπήρξαν όμως καταστροφικοί για την Νεοελληνική Θεολογία.

 

Σήμερα91 στην Ελλάδα όλοι οι Μαρξιστές είναι εμπειριστές, χωρίς να το ξέρουν βέβαια. Διότι οι Έλληνες ιδεολόγοι Μαρξιστές δεν ξέρουν ποιο είναι το οικογενειακό δένδρο του Μαρξισμού, όπως το ξέρουν οι συνάδελφοί τους στην Ευρώπη και Αμερική, διότι εδώ απλώς έχουν αποστηθίσει μηχανικά τα μαθήματά τους, όπως οι Ιεχωβάδες.

 

Νομίζω ότι είναι μεγάλη τραγωδία, όχι του Αισχύλου αλλά του αίσχους, το ότι δεν υπάρχουν δυνατοί διανοούμενοι Μαρξιστές στην Ελλάδα. Ευτυχώς βέβαια για την Αστυνομία και για τους Δεξιούς, καθώς και για τους Νεοέλληνες θεολόγους, αλλά δυστυχώς για την έρευνα της αλήθειας. Διότι ο Μαρξισμός ξεκίνησε επάνω σε εμπειρικές βάσεις και έφθασε εκεί που έφθασε. Το θεμέλιο του Μαρξισμού και το θεμέλιο της Πατερικής θεολογίας από επιστημονική άποψι είναι το ίδιο, οπότε θα μπορούσαν μεταξύ τους οι Μαρξιστές και οι Πατερικοί θεολόγοι να συνεννοηθούν.

 

Ο Μαρξισμός όμως συγκρούσθηκε με την θρησκεία. Ναι, αλλά με ποια θρησκεία; Όχι με την Αποκάλυψι, αλλά με την θρησκεία, που ταυτίζεται με την μεταφυσική. Ένας δε από αυτούς τους μεταφυσικούς, που ταύτισε την τύχη του Ελληνισμού με την Μεταφυσική, είναι ο Αδαμάντιος Κοραής.

Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ εμπειριστού και μεταφυσικού είναι ότι ο μεταφυσικός έχει ως κύριο γνώρισμά του την τάσι να ταυτίζη με την πραγματικότητα κάτι που του φαίνεται ότι είναι λογικά βέβαιο. Βέβαια μπορεί ένας άνθρωπος να έχη λογική βεβαιότητα για κάτι με λογικά επιχειρήματα. Εφ’ όσον όμως αυτή δεν υποπίπτη στην εμπειρική εξακρίβωσι, στην εμπειρική επιβεβαίωσι, πως μπορεί να είναι βέβαιος περί εκείνου που σκέπτεται και λογικά συμπεραίνει; Επειδή είναι απλή σκέψι; Πως μπορεί κανείς να ταυτίση την σκέψι του με την βεβαιότητα; Ο μεταφυσικός το κάνει αυτό το πράγμα, ενώ ο εμπειριστής αποδέχεται και κατατάσσει σε ομάδες μόνον ό,τι υποπίπτει στην αντίληψί του από εμπειρική παρατήρησι.

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια οι Καλβινιστές έχουν κάποια δυσκολία μαζί με τους Παπικούς. Οι Λουθηρανοί όμως ζουν σ’ άλλον κόσμο γύρω από αυτά τα θέματα.

 

Εκείνος τώρα, που είναι άθεος, γιατί δεν πιστεύει; Διότι δεν έχει το δώρο του Αγίου Πνεύματος, το δώρο της ενδιαθέτου πίστεως. Και εκείνος, που λέγει ότι πιστεύει, είναι πράγματι πιστός; Όχι πάντα. Όπως π.χ. οι Καλβινιστές, οι οποίοι λένε πολλές φορές ότι πιστεύουν, επειδή είναι προωρισμένοι. Κατ’ αυτόν όμως τον τρόπο βαδίζουν τον αντιεπιστημονικό δρόμο, εκείνον δηλαδή που δεν κατοχυρώνεται από κάποια εμπειρική πραγματικότητα· αλλά ούτε μεταφυσική κατοχύρωσι έχουν γι’ αυτά που πιστεύουν. Αυτοί βέβαια το ξέρουν αυτό, διότι είναι διανοούμενοι και ξέρουν πως έχουν τα πράγματα, όμως συνεχίζουν να κινούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Γι’ αυτό όμως παρατηρείται ότι και οι Καλβινιστές και οι Λουθηρανοί καταφεύγουν στον Υπαρξισμό. Το ίδιο όμως συμβαίνει και με τους Προτεστάντες της Αμερικής, οι οποίοι προσθέτουν στα προηγούμενα και τον συναισθηματισμό. Οι Προτεστάντες της Αμερικής είναι πάρα πολύ συναισθηματικοί, και στην λατρεία τους και στον τρόπο συμπεριφοράς τους.

 

 

 

 

 

 

 

48. Περί μοναχισμού

 

 

Κατά τα πρώτα χρόνια της υπάρξεως της Εκκλησίας, στους πρώτους Χριστιανούς έχομε κομμουνιστικό σύστημα διαβιώσεως. Όποιος έχει λίγο μυαλό και διαβάσει τις Πράξεις των Αποστόλων, βλέπει καθαρά ότι όλοι τότε είχαν τα πάντα κοινά. Και όποιος ήθελε να βαπτισθή, έπρεπε να δώσει ό,τι είχε στην κατοχή του στο κοινό ταμείο της ενορίας. Κανένας δεν είχε ατομική περιουσία. Όλα ήσαν κοινά. Μάλιστα έχομε το περίφημο παράδειγμα του Ανανία, ο οποίος μαζί με την γυναίκα του είπαν ψέμματα και πέθαναν αμέσως.

 

Μερικοί ισχυρίζονται ότι αυτή η κατάστασις υπήρχε μόνο στην Αποστολική ενορία. Όμως ο άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς είχε πη στους ειδωλολάτρες ότι «Εμείς οι Χριστιανοί έχομε τα πάντα κοινά» 92. Αν λάβωμε τώρα υπ’ όψιν ότι ο Ιουστίνος μάρτυς πέθανε περί τα τέλη του 2ου μ.Χ αιώνος και ότι εκείνος δεν είχε υπ’ όψιν του καμμία ενορία Χριστιανών που να μην είχαν όλοι τα πάντα κοινά, σημαίνει ότι ο θεσμός αυτός της κοινοκτημοσύνης κράτησε τουλάχιστον διακόσια χρόνια. Μετά άρχισε να διαλύεται και τότε άρχισε να εμφανίζεται ο κοινοβιακός μοναχισμός.

Όταν πρωτοεμφανίζεται ο μοναχισμός, ονομάζεται Αποστολική ζωή. Αυτός ο κοινοβιακός τρόπος ζωής, με τα πάντα κοινά, διασώθηκε μέσω των αιώνων στον Ορθόδοξο μοναχισμό. Αυτός όμως ο Ορθόδοξος μοναχισμός για να επιτυγχάνη, πρέπει πρώτα να προηγηθή στον άνθρωπο μία εσωτερική αλλαγή. Μία αλλαγή στην στάσι ζωής, που οφείλεται στην μετάνοια.

 

Σ’ αυτό, στο ότι δηλαδή πρέπει να προηγηθή μία εσωτερική αλλαγή και αλλοίωσις του ανθρώπου, ώστε να μπορέση να επιτευχθή ο κοινοβιακός τρόπος ζωής, ή για τους κομμουνιστές ο κομμουνιστικός τρόπος ζωής, συμφωνούν και ο Μαρξ και ο Λένιν. Οπότε από κοινωνιολογικής απόψεως, εξ επόψεως δηλαδή της εξωτερικής κοινωνικής δομής τους, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ Κομμουνισμού και Ορθοδόξου κοινοβιακού μοναχισμού. Μεταξύ τους συμφωνία υπάρχει επίσης και στην ανάγκη της εσωτερικής αλλαγής του ανθρώπου. Διότι και οι Πατέρες αυτό λένε. Στην Εκκλησία το άγιο Βάπτισμα είναι εκείνο που φέρνει αυτή την αλλαγή στον άνθρωπο δυνάμει.

 

Ο πυρήνας όμως του Ορθοδόξου μοναχισμού, που ήκμασε επί τόσους αιώνες, είναι η ασκητική αγωγή. Οι Πατέρες για να επιτύχουν αυτήν την αλλαγή στον άνθρωπο, αυτό που ονομάζουν καλήν αλλοίωσιν, ώστε η αλλαγή να γίνει ενεργεία, λένε ότι χρειάζεται στον άνθρωπο η ασκητική αγωγή. Γι’ αυτό υπάρχουν στον μοναχισμό η εγκράτεια, η ακτημοσύνη, η νηστεία και η προσευχή.

 

Αυτά δεν είναι όμως μόνο για τους αγάμους, εξ επόψεως Πατερικής, αλλά είναι και για τους εγγάμους. Απόδειξις ότι ένας από τους μεγαλυτέρους ασκητικούς συγγραφείς της Εκκλησίας είναι ένας παντρεμένος δεσπότης93, ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσης - αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου -, ο οποίος μάλιστα έχει γράψει ένα πολύ ωραίο βιβλίο Περί Παρθενίας. Μερικοί νομίζουν ότι η παρθενία συνίσταται μόνο στην βιολογική παρθενία. Δεν είναι όμως αυτό το πνεύμα των Πατέρων. Όταν οι Πατέρες μιλούν περί εγκρατείας και νηστείας, αναφέρονται και εις τους εγγάμους94. Η ασκητική αγωγή της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι για όλους τους Χριστιανούς, άγαμους και εγγάμους.

 

 Η επιτυχία της ασκητικής αγωγής της Εκκλησίας, ιστορικά τουλάχιστον, σημειώθηκε κυρίως στα ασκητικά και μοναστικά κέντρα της Εκκλησίας. Παλαιότερα τα μοναστήρια δεν ήσαν έξω στις ερημιές μόνο, αλλά ήσαν και μέσα στις πόλεις. Η ίδια η Κωνσταντινούπολις ήταν γεμάτη από μοναστήρια και γι’ αυτό απεκαλείτο το Μέγα Μοναστήρι.

 

Η σημερινή τάσις είναι να διώχνουμε τα μοναστήρια από τις πόλεις και να πηγαίνουν στα βουνά, για να μην επηρεάζουν τους ανθρώπους και μολυνθή ο Νεοελληνισμός, που ήθελε πάντοτε να ακολουθή τον αστισμό. Βέβαια, για να επιτύχη, για να αναπτυχθή η αστική κοινωνία, για να στερεωθούν οι μπουρζουά95, που είναι οι φορείς του Ευρωπαϊκού και Αμερικανικού πολιτισμού, έπρεπε να παραμερισθή από τις πόλεις ο μοναχισμός ως επικίνδυνος.

 

 

 

 

 

 

 

49. Ορθοδοξία και ιδεολογία

 

 

Στην διαδικασία της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως έχομε μπροστά μας μία επιστήμη. Αυτό το πράγμα όμως μπορεί να πολιτικοποιηθή; Δηλαδή μπορεί οι Ορθόδοξοι να πουν π.χ. ότι μόνο οι Αριστεροί μπορούν να έχουν νοερά προσευχή; Ή ότι εκείνος που έχει νοερά προσευχή είναι υποχρεωμένος να είναι Αριστερός ή Δεξιός; Όχι βέβαια.

 

Οπότε έχομε μία επιστήμη, που λέγεται Ορθοδοξία, η οποία δεν μπορεί ποτέ να συσχετισθή με την Πολιτική. Διότι ο αγαπών τον συνάνθρωπό του μεριμνά για τον συνάνθρωπό του, οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός ως προς τις πεποιθήσεις του. Εκείνο που απασχολεί τον Ορθόδοξο Χριστιανό στα ιδεολογικά θέματα είναι πρώτα-πρώτα το εάν η Εκκλησία έχη την ελευθερία να κάνη το έργο Της, που είναι το να θεραπεύη τους αρρώστους Της. Η Εκκλησία πρέπει να την έχη αυτήν την ελευθερία.

 

Εκείνη λοιπόν η ιδεολογία που εμποδίζει την Εκκλησία να κάνη το έργο Της είτε αυτή λέγεται άθεος Μαρξισμός είτε δεξιά Μασονία96, για την Εκκλησία είναι το ίδιο πράγμα. Είναι εχθρός Της και οφείλει εξ ίσου να αμυνθή. Συμβαίνει σήμερα 97 να έχωμε από το ένα μέρος τους Δεξιούς, που κατευθύνονται από τους Μασόνους, και από το άλλο μέρος τους Αριστερούς, που κατευθύνονται από την Μόσχα, η οποία επίσημα τουλάχιστον ανέχεται σήμερα την θρησκεία, αλλά επιτρέπει ανέντιμη προπαγάνδα εναντίον της. Πως π.χ. η παλαιά μητρόπολις του Λένινγκραντ98, η μητρόπολις της Τσαρικής Ρωσσίας έγινε μουσείο αθεΐας; Αυτός δυστυχώς είναι ο κομμουνισμός στην πράξι. Δεν είναι βέβαια υποχρεωμένος ο κομμουνισμός να εφαρμοσθή έτσι, όμως στην πράξι εφαρμόζεται πάντα εις βάρος της Εκκλησίας. Η Εκκλησία όμως, όταν αντιμετωπίζη ανέντιμο αγώνα εναντίον της, είναι υποχρεωμένη να αμυνθή.

 

Λοιπόν, σύμφωνα με τα προηγούμενα, είναι υποχρεωμένη η Εκκλησία να υποστηρίξη κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία; Όχι, βέβαια. Η ιατρική επιστήμη οφείλει να υποστηρίξη οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα ενδιαφερθεί για την υγεία του λαού σωματική και ψυχική. Ο γιατρός ως γιατρός είναι υποχρεωμένος να έχη ιατρικά κριτήρια στην περίπτωσι αυτή.

 

 

 

 

 

 

 

50. Περί Υπαρξισμού

 

 

Ένας οπαδός του υπαρξισμού δεν πιστεύει στην οντολογία. Για τον υπαρξιστή δεν υπάρχει οντολογία. Υπάρχει φαινομενολογία. Υπάρχει η φιλοσοφική φαινομενολογία, δηλαδή το φαινομενικό, ό,τι φαίνεται, εν αντιθέσει προς το οντολογικό, προς εκείνο δηλαδή που κατά την οντολογία υπάρχει. Η οντολογική πραγματικότητα είναι εκείνη που υπάρχει για τον μεταφυσικό, ενώ το φαινομενικό είναι εκείνο που φαίνεται ότι υπάρχει.

Και η μεν οντολογία προσπαθεί δια της μεταφυσικής να εισέλθη στην ουσία του όντος (εκείνου που υπάρχει) και γι’ αυτό λέγεται οντολογία και είναι ταυτόσημη με την μεταφυσική. Οπότε για τους οπαδούς της η οντολογία είναι η επιστήμη που ερευνά την ουσία των πραγμάτων, αλλά δια της φιλοσοφία και του στοχασμού.

 

Η φαινομενολογία αντίθετα, λέγει ότι η έρευνα της ουσίας του όντος είναι χαμένος κόπος. Και περιορίζεται μόνο στο φαινόμενο ως φαινόμενο. Οι υπαρξιστές θεωρούν ότι δεν μπορεί κανείς να εισέλθη στην ουσία των πραγμάτων, άρα είναι μέσα στα πλαίσια της φαινομενολογίας, διότι ασχολούνται με τα πράγματα, όπως αυτά υπάρχουν, όπως ο άνθρωπος τα γνωρίζει, πεπεισμένοι ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να προχωρήση πέραν των φαινομένων που γνωρίζει, που είναι γι’ αυτούς αυτή η ίδια η ύπαρξις. Γι’ αυτό οι υπαρξιστές συνήθως ή απορρίπτουν την μεταφυσική ή δεν την απορρίπτουν μεν, βάζουν όμως ένα μεγάλο ερωτηματικό, μήπως και βρεθή τρόπος να μπορέσουν να ασχοληθούν με ένα τέτοιο θέμα. Αλλά και οι θετικιστές κάνουν το ίδιο.

 

Σύμφωνα τώρα με όσα είπαμε προηγουμένως, οι διακρίσεις που κάνουν οι Πατέρες μεταξύ Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος στην ουσία ούτε οντολογικές είναι ούτε φαινομενολογικές είναι, διότι δεν ασχολούνται με μία γνώσι που ήδη προϋπάρχει στον άνθρωπο και την οποία φιλοσοφικά αναλύουν. Διότι ομιλούν με την προσωπική τους εμπειρία, εκείνην της θεώσεως. Η δε εμπειρία της θεώσεως είναι μία γνώσις όχι ανθρώπινη, αλλά μία γνώσις που δίνει ο ίδιος ο Θεός στον άνθρωπο και η οποία δεν είναι «εκ του κόσμου τούτου». Και, εφ’ όσον ο Θεός δεν γίνεται γνωστός στον άνθρωπο κατά την ουσία Του, επειδή το μυστήριο του Θεού παραμένει και κατά την θέωσι του ανθρώπου δεν υπάρχει καμμία απαίτησις από απόψεως Ορθοδόξου θεολογίας να μας μιλήση κάποιος που έφθασε στην θέωσι για τα ερωτήματα που θέτουν οι διάφορες μορφές της ανθρωπίνης διανοήσεως (μεταφυσική, θετικισμός, υπαρξισμός κλπ.).

 

Και τούτο, επειδή τα ερωτήματα που θέτουν οι διάφοροι φιλόσοφοι αφορούν κυρίως εις τα κτίσματα. Κατ’ επέκτασιν αυτοί ασχολούνται με το κατά πόσον μπορεί να γίνη κάτι γνωστό από εκείνα που δεν υποπίπτουν στην αντίληψι του ανθρώπου και τα οποία δεν μπορούν να ελεγχθούν από την εμπειρική εξακρίβωσι. Γι’ αυτό το να χρησιμοποιούμε στην Ορθόδοξη Θεολογία όρους, όπως μεταφυσική, οντολογία, υπαρξισμός, φαινομενολογία κλπ. δεν βοηθά σε τίποτα.

 

 

81 Ιω. 14, 9.

 

82 Τιμ. 6, 16.

 

83 Ψαλμ. 17, 10.

 

84 Ιω. 3, 8.

 

85 Άσχετα δηλαδή αν του έχη γίνει κατήχησις ή όχι, άσχετα αν έχη φωτισθή από το Άγιο Πνεύμα ή όχι, κατά μαγικόν δηλαδή τρόπον. Βλ. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Εορτοδρόμιον, τόμος Α’, έκδοσις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 289: «Ο θείος Κύριλλος ο Ιεροσολύμων παρακινεί τους κατηχουμένους εις το να βαπτισθούν καθαριζόμενοι πρότερον. Επειδή κατά την αναλογία της πίστεως και της καθαρότητος δίδοται η Χάρις του Αγίου Πνεύματος. Ούτω γαρ φησί: ‘’Καθάρισόν σου το άγγος, ίνα πλείονα δέξη την Χάριν· η μεν γαρ άφεσις αμαρτιών εξ ίσου δίδοται τοις πάσιν, η δε του Πνεύματος του Αγίου κοινωνία κατά αναλογίαν δεδώρηται της εκάστου πίστεως. Εάν ολίγα προσφέρης, ολίγα λαμβάνεις· εάν δε εργάση πολλά, πολύς ο μισθός’’ (Κατηχήσεις α’)».

 

86 Βλ. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Εορτοδρόμιον, ένθ’ ανωτ., σ. 250: «Σημειούμεν ενταύθα ότι τέσσαρα τινά ακολουθούσι, κατά σειράν: α) Ακοή κατηχήσεως, η και της πίστεως προηγουμένη. ‘’Η γαρ πίστις, φησίν ο Παύλος, εξ ακοής’’, β) Πίστις εγκάρδιος (δηλαδή ενδιάθετος), γ) Ομολογία δια στόματος· ‘’καρδία μεν πιστεύεται εις δικαιοσύνην, στόματι δε ομολογείται εις σωτηρίαν’’, λέγει ο Παύλος, και, δ) Ακολουθεί το Βάπτισμα, σφραγίζον την πίστιν και την ομολογίαν. Όθεν είπεν ο Μέγας Βασίλειος (κεφάλαιον ιβ’ προς Αμφιλόχιον): ‘’Πίστις και Βάπτισμα δύο τρόποι της σωτηρίας συμφυείς αλλήλοις και αδιαίρετοι· πίστις μεν γαρ τελειούται δια Βαπτίσματος· Βάπτισμα δε θεμελιούται δια της πίστεως· και δια των αυτών ονομάτων εκάτερα πληρούται· ως γαρ πιστεύομεν εις Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα, ούτω και βαπτιζόμεθα εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και προάγει μεν ομολογία προς σωτηρίαν εισάγουσα· επακολουθεί δε το Βάπτισμα επισφραγίζον ημών την συγκατάθεσιν’’».

 

87 Βλ. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Εορτοδρόμιον, ένθ’ ανωτ., σ. 255: «... Πρώτον καθαρίζει ο Κύριος, και δεύτερον

φωτίζει... Ώστε, όποιος αγαπά να φωτισθή εκ Θεού, πρώτον πρέπει να καθαρισθή από τα πάθη δια των θεουργών εντολών: ‘’Ου γαρ κάθαρσις, εκεί έλλαμψις’’ (λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος – Λόγος εις τα Φώτα· άνευ γαρ του πρώτου, το δεύτερον ου δίδοται. Ει δε προ του να καθαρισθή τινάς ζητεί να φωτισθή, μάτην και ανωφελώς κοπιάζει....».

 

88 Προκειμένου όχι περί νηπίων, αλλά περί ενηλίκων οι οποίοι είχαν βαπτισθή όταν ήσαν νήπιοι, μετά όμως αμάρτησαν και μετανοούν, ο φωτισμένος πνευματικός πατήρ τους οδηγεί προς το δεύτερο βάπτισμα, των δακρύων της μετανοίας, και ακολούθως προς το τρίτο βάπτισμα, το βάπτισμα του Πνεύματος, που ακολουθεί το βάπτισμα των δακρύων, εφ’ όσον υπάρχουν οι πνευματικές προϋποθέσεις εκ μέρους του μετανοούντος. Το βάπτισμα του Πνεύματος εισάγει τον κεκαθαρμένο πλέον άνθρωπο στην κατάστασι του φωτισμού, στην οποία ο άνθρωπος δέχεται το δώρο της αδιαλείπτου καρδιακής προσευχής, οπότε ο άνθρωπος γίνεται κατά κυριολεξίαν, ναός του Αγίου Πνεύματος.

 

89 Ιω. 14, 2· «Εν τω οίκω του πατρός μου μοναί πολλαί εισιν».

 

90 Αλλά και στην Μικρά Ασία μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή, καθώς και στους Έλληνες που εξεδιώχθησαν από την

Μικρά Ασία και ήλθαν στην Ελλάδα.

 

91 Το έτος 1983.

 

92 Α’ Απολογία, Κεφ. 14.

 

93 Τότε επιτρεπόταν αυτό.

 

94 Η εγκράτεια στην σαρκική σχέσι μεταξύ των συζύγων, στην Πατερική γλώσσα ονομάζεται σωφροσύνη.

 

95 Γαλλική λέξη που σημαίνει τους αστούς.

 

96 Είτε Νέα Εποχή θα λέγαμε σήμερα.

 

97 Το έτος 1983.

 
98 Σήμερα (2004) Αγία Πετρούπολις.

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets