Του Σπύρο Κ.Τσιτσίγκο
Οι Πατέρες τής Εκκλησίας μας και οι ιεροί Υμνογράφοι, αφορμόμενοι από τις φυσικές και βιολογικές λειτουργίες τής δημιουργίας και του ανθρώπου, προσπαθούν να «φωτίσουν» καλύτερα κάποια πνευματικά μυστήρια.
Για την υπαρξιακή ή κοσμική «νύχτα» (Weltnacht) έχουν μιλήσει αρκετοί Ποιητές και Φιλόσοφοι, όπως ο Kierkegaard και ο Heidegger. Πρόκειται για τη λεγόμενη Kulturnat (= νύχτα πολιτισμού), την παγερή δηλ. εκείνη νύχτα τής απ-ουσίας τού Θεού. Εδώ η αμαρτία εμφανίζεται ως σκοτάδι, αιώνιος ύπνος και αποκάρωση.
Η περίφημη νύχτα τής Γεθσημανής, η Μ. Παρασκευή και γενικά ολόκληρο το Πάθος και ο θάνατος τού Θεού συνιστούν μια αρχετυπική ανθρωπολογικά και πολιτισμικά κατάσταση.
Ήδη το εδεμικό «δειλινό» (Γεν. 3, 8) σχετίζεται με τη βρώση τού απαγορευμένου καρπού τής γνώσης. Η γνώση αυτή εισέρχεται στον άνθρωπο μέσω ενός «δαιμονίου μεσημβρινού». Με το Προπατορικό Αμάρτημα η πονηρία τού όφεως αποδεικνύεται μωρία, γι’ αυτό και θα χρειασθεί η «μωρία» να παρέξει την πραγματική, την «άνωθεν», σοφία. Αντίθετα, η νύχτα τού κόσμου τούτου αποκαλύπτει το γνόφο τής ανθρώπινης αγνωσίας.
Η νύχτα τής απελευθέρωσης, η νύχτα δηλ. τής Εξόδου των Εβραίων από την Αίγυπτο (τη χώρα τής δουλείας), συνιστά προτύπωση του Πάσχα τού Κυρίου. Έτσι, η Αγία μας Εκκλησία έψαλλε: «Εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου προς σε ο Θεός». Ο Σεβηριανός Γαβάλων, σχολιάζοντας την παλαιοδιαθηκική νύχτα, σημειώνει: «Ευλογητός ο Θεός των αγίων ότι το δειλινόν τότε τον Αδάμ επεσκέψατο και επί του Σταυρού το δειλινόν υπέμεινεν ο Σωτήρ»: Πράγματι, «από δε έκτης ώρας σκότος εγένετο επί πάσαν την γην έως ώρας ενάτης» (Ματθ. 27, 45).
Ωστόσο, σύμφωνα με τους Πατέρες, ο Κύριος βάδιζε προς το θάνατο σα να πήγαινε σε γάμο. Το πένθος, έτσι, καθίσταται για κάθε Χριστιανό χαροποιόν: «Μη έτερος γάμος πάλιν εστιν εν Κανά;», θα ψάλλει Ρωμανός ο Μελωδός. Τη σχέση γάμου και σκότους (θανάτου) αποδίδει πολύ ωραία το στιχηρό ιδιόμελο των Αίνων τού Όρθρου τής Μ. Τρίτης:
«Νυμφίε Χριστέ, λόγω της πνευματικής μου οκνηρίας, φάνηκα αμελής και δε φρόντισα να διατηρήσω αναμμένη τη λαμπάδα των αρετών, μοιάζοντας έτσι με τις 5 μωρές παρθένες, αφού όλη την επίγεια ζωή μου, που είναι καιρός πνευματικού αγώνα και δουλειάς, την πέρασα άσκοπα και επιπόλαια. Συ, όμως, Κύριε, μη μου στερήσεις τη μητρική Σου αγάπη, αλλ’ αφού μου απομακρύνεις τη σκοτοδίνη της αμαρτίας, ανόρθωσέ με και οδήγησέ με μαζί με τις πέντε φρόνιμες παρθένες στη γαμήλια αίθουσα, εκεί όπου μακάρια και αδιάκοπα ακούγεται η άσπιλη, σαν των Αγγέλων, επωδός. Κύριε, δόξα σε Σένα».
Η όλη υμνογραφική Θεολογία τής Μ. Τρίτης [ο Οίκος («Τι ραθυμείς αθλία ψυχή μου;»), το Διώδιο («Ραθυμίαν άπωθεν ημών») κ.λπ.], εμπνευσμένη πάλι από την πολυσήμαντη Παραβολή των δέκα παρθένων, στρέφεται γύρω από τη ραθυμία, που είναι συγγενής κατάσταση με την ακηδία.
Η παρομοίωση της πνευματικής εγρήγορσης και της άσκησης με λαμπάδα γίνεται από τον Υμνωδό α) για να μας υπενθυμίσει ότι οι αρετές και τα «καλά έργα» δεν είναι προϊόντα μόνο της δικής μας μεγαθυμίας, αλλά αποτέλεσμα Θείας συνεργίας, που από την ημέρα τής προσωπικής μας Πεντηκοστής, δηλ. από τη στιγμή που λάβαμε, με το μυστήριο τού Χρίσματος, το φωτισμό τού Αγίου Πνεύματος, παρέχεται άφθονα, αρκεί εμείς να φροντίζουμε για την πνευματική διατήρηση και τροφοδοσία αυτής τής λαμπάδας, όχι με «έλαιον» (υλικό λάδι τής σχετικής ευαγγελικής Παραβολής) αλλά με «έλεος» (δηλ. φιλανθρωπία και φιλευσπλαχνία), κατά τον ι. Χρυσόστομο, που «εκ θανάτου ρύεται και ουκ εά εισελθείν εις το σκότος» (Τωβίτ 4, 10), και β) για να δείξει ότι «τα προστάγματα» του Θεού είναι «φως επί της γης». Τη σχέση μίσους και σκότους διατυπώνει πολύ παραστατικά ο Ευαγγελιστής τής αγάπης: «ο μισών τον αδελφόν αυτού εν τη σκοτία εστί και εν τη σκοτία περιπατεί, και ουκ οίδε πού υπάγει, ότι η σκοτία ετύφλωσε τους οφθαλμούς αυτού» (Α΄ Ιω. 2, 11).
Ο Σταυρός τού Χριστού δεν είναι, τελικά, ούτε ένα εσωτεριστικό γεγονός, ούτε μια φολκλορική τελετή, αλλά η κάθετη ιστορικοπολιτικά ρήξη με τις δυνάμεις τού σκότους και της φθοράς. Πόσοι και πόσοι άνθρωποι σήμερα δεν προδίδουν τον Χριστό για το χρυσό; Και σήμερα, παρά το ότι βλέπουμε καθημερινά θαύματα, ακούμε τον Θείο λόγο και διαπιστώνουμε τη δύναμη της πίστης, υπάρχουν πολλοί που εμμένουν πεισματικά στην απιστία! Δεν υπάρχει για τον βαπτισμένο Χριστιανό ούτε πεπρωμένο, ούτε ροπή προς την αμαρτία. Αρκεί μόνο να θέλει, και θα μπορέσει να διατηρήσει τη Χάρη, ώστε να βρίσκεται σε συνεχή πνευματική ετοιμότητα, κατανικώντας τα πάθη του.
Είθε, με την ψυχοσωματική συμμετοχή μας στο θάνατο και την ανάσταση του «φωτός τού κόσμου» (Ιω. 8, 12) και του «αναβαλλομένου το φως» (Χριστού), να αξιωθούμε να γίνουμε «υιοί φωτός» (Α’ Θεσ. 5, 5).
Πηγή: antifono.gr