Πρέπει να γνωρίζουμε ότι (ο Χριστός) προσέλαβε φύση την οποία διακρίνει η άγνοια και η δουλικότητα· διότι η ανθρώπινη φύση είναι δούλη του Θεού που την έπλασε και αγνοεί τα μέλλοντα. Σύμφωνα με το Γρηγόριο το θεολόγο, «εάν ξεχωρίσεις αυτό που βλέπουμε απ’ αυτό που αντιλαμβανόμαστε με το νου», η σάρκα είναι δούλη και έχει άγνοια· αλλά, η ψυχή του Κυρίου, χάρη στην ταύτισή της με την υπόστασή του και την πλήρη ένωση μαζί του, έγινε πολύ πλούσια από τη γνώση των μελλόντων, όπως και από τις υπόλοιπες θεοσημίες.
Διότι, όπως η σάρκα των ανθρώπων σύμφωνα με τη φύση της δεν είναι ζωοποιά, ενώ η σάρκα του Κυρίου, επειδή ενώθηκε υποστατικά με το Θεό Λόγο, δεν έχασε τη φυσική της θνητότητα, αλλά έγινε ζωοποιός εξαιτίας της υποστατικής ενώσεως με το Λόγο· και δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν ήταν και είναι πάντοτε ζωοοποιός. Έτσι, λοιπόν, η ανθρώπινη φύση δεν έχει αποκτήσει από τη φύση της τη γνώση των μελλόντων, ενώ η ψυχή του Κυρίου εξαιτίας της ενώσεώς της με το Θεό Λόγο και την υποστατική ταύτιση έγινε πολύ πλούσια, όπως προανέφερα, στις υπόλοιπες θεοσημείες και στη γνώση για τα μέλλοντα.
Πρέπει, επίσης, να γνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε (τον Χριστό) ούτε δούλο να τον λέμε· διότι τα ονόματα «δούλος» ή «δεσπότης» δεν είναι γνωρίσματα της φύσεως, αλλά των σχέσεων, όπως τα ονόματα «πατέρας» ή «υιός». Αυτά δηλαδή δεν δείχνουν την ουσία αλλά τις σχέσεις. Όπως ακριβώς είπαμε για την άγνοια ότι, εάν διακρίνεις το κτιστό από το άκτιστο με αμυδρές ιδέες, δηλαδή με λεπτές φαντασίες του νου, τότε η σάρκα θα ήταν δούλη του Θεού, εάν δεν ενώνονταν με το Θεό Λόγο· αφού όμως ενώθηκε υποστατικά, πώς θα είναι δούλη;
Επειδή, δηλαδή, ο Χριστός είναι ένας, δεν μπορεί να είναι και δούλος του εαυτού του και Κύριος· διότι αυτά δεν είναι από αυτά που λέγονται απλοϊκά, αλλά σχετικά με κάτι άλλο. Ποιανού δούλος, λοιπόν, θα είναι; Του Πατέρα; Καλά! Αλλά, όλα όσα έχει ο Πατέρας, δεν είναι και του Υιού; Εάν, λοιπόν, είναι δούλος του Πατέρα, δεν είναι καθόλου του εαυτού του.
Και πώς, εάν ο ίδιος είναι δούλος, λέει ο απόστολος για μας: «ώστε δεν είναι καθόλου δούλος, αλλά υιός», και αυτός μας υιοθέτησε; Λέγεται επομένως δούλος προσηγορικά, χωρίς ο ίδιος να είναι αυτό, αλλά πήρε τη μορφή του δούλου για χάρη μας και ονομάσθηκε μαζί μας δούλος. Όντας απαθής, δουλώθηκε στα πάθη για μας και διακόνησε τη δική μας σωτηρία. Όσοι τον ονομάζουν δούλο χωρίζουν τον ένα Χριστό σε δύο, όπως έκανε ο Νεστόριος. Εμείς όμως τον λέμε Δεσπότη και Κύριο όλης της κτίσεως· είναι ο ένας Χριστός, ο ίδιος Θεός και άνθρωπος ταυτόχρονα, ο οποίος τα γνωρίζει όλα· «διότι αυτός κατέχει όλους τους απόκρυφους θησαυρούς της σοφίας και της γνώσεως».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 65. Περὶ ἀγνοίας καὶ δουλείας.
Δεῖ γινώσκειν, ὅτι τὴν μὲν ἀγνοοῦσαν καὶ δούλην ἀνέλαβεν φύσιν· καὶ γὰρ δούλη ἐστὶν ἡ ἀνθρώπου φύσις τοῦ ποιήσαντος αὐτὴν Θεοῦ καὶ οὐκ ἔχει τὴν τῶν μελλόντων γνῶσιν. «Ἐὰν οὖν» κατὰ τὸν θεολόγον Γρηγόριον «χωρίσῃς τὸ ὁρώμενον τοῦ νοουμένου», δούλη τε λέγεται καὶ ἀγνοοῦσα ἡ σάρξ, διὰ δὲ τὴν τῆς ὑποστάσεως ταυτότητα καὶ τὴν ἀδιάσπαστον ἕνωσιν κατεπλούτησεν ἡ τοῦ Κυρίου ψυχὴ τὴν τῶν μελλόντων γνῶσιν ὡς καὶ τὰς λοιπὰς θεοσημίας. Ὥσπερ γὰρ ἡ σὰρξ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὴν οἰκείαν φύσιν οὐκ ἔστι ζωοποιός, ἡ δὲ τοῦ Κυρίου σὰρξ ἑνωθεῖσα καθ᾿ ὑπόστασιν αὐτῷ τῷ Θεῷ Λόγῳ τῆς μὲν κατὰ φύσιν θνητότητος οὐκ ἀπέστη, ζωοποιὸς δὲ γέγονε διὰ τὴν πρὸς τὸν Λόγον καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωσιν καὶ οὐ δυνάμεθα λέγειν, ὅτι οὐκ ἦν καὶ ἔστιν ἀεὶ ζωοποιός· οὕτως ἡ μὲν ἀνθρωπίνη φύσις οὐσιωδῶς οὐ κέκτηται τῶν μελλόντων τὴν γνῶσιν, ἡ δὲ τοῦ Κυρίου ψυχὴ διὰ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν Λόγον ἕνωσιν καὶ τὴν ὑποστατικὴν ταυτότητα κατεπλούτησεν, ὡς ἔφην, μετὰ τῶν λοιπῶν θεοσημιῶν καὶ τὴν τῶν μελλόντων γνῶσιν.
Ἰστέον δέ, ὅτι οὔτε δοῦλον αὐτὸν λέγειν δυνάμεθα· τὸ γὰρ τῆς δουλείας καὶ τῆς δεσποτείας ὄνομα οὐ φύσεώς εἰσι γνωρίσματα, ἀλλὰ τῶν πρός τι, ὥσπερ τὸ τῆς πατρότητος καὶ τῆς υἱότητος. Ταῦτα γὰρ οὐκ οὐσίας, ἀλλὰ σχέσεώς εἰσι δηλωτικά. Ὥσπερ οὖν ἐπὶ τῆς ἀγνοίας εἴπομεν, ὅτι, ἐὰν ἰσχναῖς ἐπινοίαις, ἤτοι νοῦ λεπταῖς φαντασίαις διέλῃς τὸ κτιστὸν ἐκ τοῦ ἀκτίστου, δούλη ἐστὶν ἡ σάρξ, εἰ μὴ ἥνωτο τῷ Θεῷ Λόγῳ· ἅπαξ δὲ ἑνωθεῖσα καθ᾿ ὑπόστασιν πῶς ἔσται δούλη; Εἷς γὰρ ὢν ὁ Χριστὸς, οὐ δύναται δοῦλος ἑαυτοῦ εἶναι καί Κύριος· ταῦτα γὰρ οὐ τῶν ἁπλῶς λεγομένων εἰσίν, ἀλλὰ πρὸς ἕτερον. Τίνος οὖν ἔσται δοῦλος; Τοῦ Πατρός;
Οὐκοῦν οὐ πάντα, ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, καὶ τοῦ Υἱοῦ εἰσιν, εἴπερ τοῦ Πατρός ἐστι δοῦλος, ἑαυτοῦ δὲ οὐδαμῶς. Πῶς δὲ περὶ ἡμῶν λέγει ὁ ἀπόστολος· «Ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλ᾿ υἱός», δι᾿ αὐτοῦ υἱοθετηθέντων, εἴπερ αὐτὸς δοῦλός ἐστι;
Προσηγορικῶς οὖν λέγεται δοῦλος οὐκ αὐτὸς ὢν τοῦτο, δι᾿ ἡμᾶς δὲ δούλου μορφὴν εἰληφὼς καὶ δοῦλος μεθ᾿ ἡμῶν κεκλημένος. Ἀπαθὴς γὰρ ὢν δι᾿ ἡμᾶς ἐδούλευσε πάθεσι καὶ διάκονος τῆς ἡμῶν σωτηρίας γέγονεν. Οἱ δὲ λέγοντες αὐτὸν δοῦλον διιστῶσι τὸν ἕνα Χριστὸν εἰς δύο καθάπερ Νεστόριος. Ἡμεῖς δὲ Δεσπότην αὐτόν φαμεν καὶ Κύριον πάσης τῆς κτίσεως, τὸν ἕνα Χριστόν, τὸν αὐτὸν Θεόν τε ὁμοῦ καὶ ἄνθρωπον, καὶ πάντα εἰδέναι· «ἐν αὐτῷ γάρ εἰσι πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι».